Φτερωτοί Βοριάδες

Δημιουργός: Θεοδώρα Μονεμβασίτη , Θεοδώρα Μονεμβασίτη

Βορεάδες οι Βοριάδες, οι Αργοναύτες, φτερωτοί δίδυμοι αδερφοί, Ζήτης και Κάλαης ή Κάλαϊς... Γιοι του Βορέα ή Βοριά.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[I]Αργοναύτες οι Βοριάδες; Κι όμως...
Απίστευτο...[/I]




[B]Στον ξένιο Δία ενάντια κάτοικοι των Βεβρύκων, τους Αργοναύτες διώξατε, σαν να 'ταν γιοι αδίκων.

Μα αυτοί κακία δεν κρατούν, την πείνα διασκεδάζουν, σα συνειρμός οι Άρπυιες στη θύμισή τους φτάνουν.

Αυτές αρπάζουν θύματα και τα οδηγούν στον Άδη, μ’ αρπάζουνε και την τροφή του γερασμένου μάντη.

Τώρα ο Βοριάδες πια φυσούν στην κατανόηση σου, μάντη Φινέα έχει σειρά η απελευθέρωσή σου.




Αελλώ, ανεμοστρόβιλος κι η Κελαινώ σα σκέψη, γρήγορα πετά μακριά, δίπλα στην Ωκυπέτη.

Οι φτερωτές οι Άρπυιες, δαίμονες του ανέμου, κεφάλι και γαμψώνυχα όρνιου πουλιού αχ, έχουν...

Γύπες, με μακριά μαλλιά, του Ωκεανού εγγόνες, του Θαύμαντα είναι όλες τους και της Ηλέκτρας κόρες.

Η δύναμη της θύελλας, η μυρωδιά του τρόμου, το θάνατο εξυπηρετούν του θλιβερού μας νόμου.

Διασχίζουνε τον ουρανό σαν αγγελιοφόροι, σαν ανεπιθύμητοι της γης μαντατοφόροι.




Οι δίδυμοι που βιάζονταν με την Αργώ να φύγουν, τώρα πρωταγωνιστούν και ήρωες θα γίνουν

γιοι του Βορέα του θεού, Βορεάδες φτερωτοί, ο Ζήτης και ο Κάλαϊς της Αύρας αδερφοί.

Άνεμος ο πατέρας τους κατέβαινε από την Θράκη κι έφερνε χιόνι στις κορφές κι αδιάκοπο χαλάζι.

Μάνα τους η Ωρείθυια του Ερεχθέα κόρη, που είχε γίνει βασιλιάς στου Ηρακλή την πόλη.




Μες την Αργώ, πειράζονται, με χιούμορ συζητούνε, το πάθημα του Άμυκου κι απέναντι περνούνε.

Γελάει και η Αθηνά, κάνει πως δεν τα ξέρει… κι ας ήτανε αόρατη στο πλάι του Πολυδεύκη.

Σα βγούνε στην Σαλμυδησσό ακούν οι ναύτες μια φωνή, είν’ του Φινέα κάλεσμα, φιγούρα τραγική…

Χάρισμα του Απόλλωνα, έχει και ας μη βλέπει, το μέλλον από μακριά, εύκολα αυτός προβλέπει.

Μ’ ανόητα αποκάλυψε του Δία τις βουλές, η εύνοια επικίνδυνη του ‘δωσε συμφορές.

Στον Φρίξο έδειξε κρυφές, σχισμές στον κάτω κόσμο, που βγάζουνε ξανά στο φως ενάντια στο νόμο.




Ξαπλωμένος σ’ ένα στρώμα χρόνια τώρα πεινασμένος, είναι πια εξαντλημένος, προσπαθεί να σηκωθεί.

Στους Βορεάδες όρκο δίνει, συμφωνήσαν οι θεοί, η ποινή του έχει τελειώσει, έχει πια εκπληρωθεί.

Η Εριχθώ του παραστέκει σα γυναίκα του πιστή, είναι αυτή θεά του Άδη, όμως στέκει ταπεινή.

Γέρνει τώρα ακουμπισμένος σε ραβδί βασιλικό, για τις Άρπυιες θα φέρουν δόλωμα το φαγητό.

Ορμούν πάνω στον Φινέα να του πάρουν την τροφή, σα γυναίκες μολυσμένες με του μίσους την οσμή

κι οι Βοριάδες τα σπαθιά τους τα τεντώνουνε ψηλά και τις Άρπυιες κυνηγούνε μέχρι τα Πλωτά νησιά.[/B]







Δημοσίευση στο stixoi.info: 31-05-2007