Ο Άγγελος Της Μοναξιάς

Δημιουργός: Νεφελοβάτης

Ότι ζούμε, αυτά που ακούμε, αυτά που βλέπουμε, αυτά που μας μάθανε, καθορίζουν. Μα και αυτά που διαβάζουμε μπορεί να το κάνουν, σαν τα ζούμε, σαν μιλάνε στην καρδιά..

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Είναι κάποια βιβλία, που τυχαία πέφτοντας στα χέρια και την αντίληψη μας, μας ορίζουν. Δε χρειάζεται απαραίτητα να είναι φιλοσοφικά γεμάτα με σοφά νοήματα. Ούτε και επιστημονικά με λογικής συμπεράσματα και πειραμάτων και ερευνών αποτελέσματα. Ούτε καν δοκίμια ή σκέψεις δεν είναι απαραίτητο να είναι. Ένα απλό βιβλίο φαντασίας ίσως να είναι, που λέει μια ιστορία, ένα παραμύθι, κάτι που δεν έχει σχέση με την γκρίζα πραγματικότητα που μας μάθανε..
Φτάνει τη δικιά μας τη σκέψη και τη δικιά μας την καρδιά να αγγίζει..

Ένα τέτοιο βιβλίο είναι για μένα «Ο Υφαντόκοσμος» του Clive Barker. Τυχαία το βρήκα πριν πολλά χρόνια. Όταν ο ήρωας του βιβλίου ήταν ακόμα 26 χρονών, μεγάλος που μου φαινόταν τότε, και γω στα 20.. Και ταυτίστηκα μαζί του γιατί είχε και κείνος την αίσθηση πως κάτι του λείπει, κάτι του φαίνεται λειψό σ αυτό τον κόσμο των σκιών και της αέναης αναζήτησης μιας ευτυχίας που ποτέ δεν έρχεται. Που πάντα αναβάλλεται για αργότερα, που πάντα κάτι χαλάει και χάνεται στο δρόμο..

Πρέπει να το έχω διαβάσει πάνω από 10 φορές αυτά τα χρόνια. Και κάθε, μα κάθε φορά έχει να μου πει και κάτι άλλο. Ίσως αυτό να μην έχει να κάνει με την ιστορία, μια και εκείνη έχει χρόνια που γράφτηκε και ίδια μένει, μα με μένα που αλλάζω με τον καιρό και την βλέπω διαφορετική..

Ξέφυγα λίγο, μια και δεν ξεκίνησα να γράφω για αυτόν, η δικιά του είναι μια άλλη ιστορία, που τουλάχιστον στον δικό του κόσμο, μια και του βγήκε, είχε happy end, παραμύθι βλέπεις. Σε αντίθεση με μένα που μετά από 15 χρόνια, ακόμα το ψάχνω.. Και έχω φτάσει να τον βλέπω μικρό σε ηλικία τώρα…

Αυτό λοιπόν που ήθελα να γράψω έχει να κάνει με το σκοτάδι στον κόσμο του φωτός και της μαγείας που βρήκε ο πρωταγωνιστής. «Όσο πιο πολύ το φως, τόσο πιο βαθιά τα σκοτάδια».. Υπήρχε μια κατάρα, ένας εχθρός που κυνηγούσε και σκότωνε τους κατοίκους του κόσμου του φωτός, ένας φύλακας, μα και δεσμώτης, από τον οποίο είχαν οι προγονοί τους αποδράσει.. Μετά από αιώνες τους ξαναβγήκε και για αυτό αναγκάστηκαν να κρυφτούν για να σωθούν..

Ζούσε λοιπόν ο φύλακας σε μια έρημο, που ήταν το πιο άδειο μέρος της γης. Μονάχος για αιώνες. Μέσα σε ένα τοιχισμένο κήπο, που κάθε βράδυ γέμιζε με δέντρα και λουλούδια, που εκείνος τα έπλαθε, ανείπωτης ομορφιάς. Μόνο που… Δεν υπήρχαν μυρουδιές, δεν υπήρχε κίνηση.. Δεν υπήρχε ζωή.. Όλα από άμμο τα είχε φτιαγμένα για να του θυμίζουν την ομορφιά που είχε ζήσει, που είχε δει. Απομίμηση της ζωής, μα από άμμο..

Σαν και κάποιες σκέψεις, μα και συναισθήματα νυχτερινά και όχι μόνο, που μπορεί να κάνει και ο καθένας από μας. Απομίμηση μια ζωής, μιας ομορφιάς, μιας αγάπης που ζήσαμε. Που την ξαναζούμε στο μυαλό μας, αν και έχει μείνει στο χρόνο της.. Μόνο και μόνο για να τη χάσουμε όπως και κείνος, να σκορπιστεί με το πρώτο άγγιγμα της μέρας, της αλήθειας, του καιρού, και να φανεί η ουσία από την οποία είναι φτιαγμένη. Άμμος, και απομεινάρια ψευδαισθήσεων, πλεγμένα με ξέφτια από όνειρα άλλων καιρών..

Πάλι ξέφυγα, μα δε θέλω αυτή τη φορά να τα βάλω σε μια «λογική» σειρά, και έτσι αφήνω την αίσθηση που μου έδωσε, αυτό που ένιωσα, να μιλήσει, μήπως και καταφέρω μέσα από τις φτωχές μου λέξεις να αποτυπώσω ένα κομμάτι της..

Μα και η ιστορία ζητά την προσοχή μου σαν ένα μικρό σκανταλιάρικο όνειρο, οπότε επανέρχομαι σ αυτήν. Που είχαμε μείνει λοιπόν..; Α ναι στον φύλακα. Που κατάφερε να ξαναβρεί τους κρυμμένους κατοίκους του κόσμου μας, και πλέον τους απειλούσε με ολοκληρωτική εξόντωση.. Δε θα επεκταθώ στο πώς γλίτωσαν, μα στο γιατί τους καταδίωκε, και στο τι ήθελε πραγματικά.

Μέσα στη μοναξιά του είχε ξεχάσει τα πάντα. Και το ποιος ήταν ακόμα.. Το μόνο που τον κρατούσε δεμένο εκεί ήταν ένα καθήκον, μια υποχρέωση, που από καιρό είχε πάψει να υπάρχει. Και αυτό του δημιουργούσε την απέχθεια προς το φως και τη χαρά, μια και όποτε το έβλεπε, μες τη λύπη του, τη μοναξιά του, τον έκανε να πονά πιο πολύ. Κάτι αδιόρατο του θύμιζε, αν και δεν ήξερε τι. Οπότε ζήτησε και πήρε, αυτό που είχε πιο πολύ ανάγκη, και ας μην το ήξερε με τη λογική.. Να δει τον εαυτό του όπως ήταν πριν την πτώση, πριν τη φθορά του χρόνου και του κενού. Να δει τον Άγγελο που ήταν φύλακας του φωτός και όχι της μοναξιάς.

Και με τον εαυτό του συντροφιά, κοίταξε ψηλά, είδε το πεπρωμένο του, και ανοίγοντας τα από καιρό λησμονημένα φτερά του, πέταξε για τον τόπο του, για κει που το πεπρωμένο του τον καλούσε.. Για να βρει τα αδέρφια του, μα και την αγάπη του. . Για τα αστέρια..

Παραμύθι είναι έχει καλό τέλος όπως είπα, για όλους σχεδόν τους εμπλεκόμενους. Ίσως αυτή και να είναι η μαγεία των παραμυθιών, που μας κάνει να τα αγαπάμε τόσο σαν παιδιά. Και αυτό επίσης που μας πληγώνει πιο πολύ σαν «ενήλικες».. Πως άλλα μας έταξαν και άλλα υπάρχουν..

Είναι όμως και έτσι; Μήπως άλλα νιώθουμε και άλλα κάνουμε τελικά; Με διάφορες δικαιολογίες, λογικότατες δε λέω. Κοινωνικές επιταγές, λόγια των οικείων μας, των φίλων μας, των φόβων μας, της ανασφάλειας που μας δέρνει..;

Δεν ξέρω μπορεί και να ναι έτσι.. Πάντως εγώ ακόμα νιώθω πως κάτι μου λείπει, όπως και πριν από 15 χρόνια, σαν το πρωτοδιάβαζα.. Και όσο περνούν τα χρόνια ζηλεύω όλο και πιο πολύ τον ήρωα της ιστορίας.. Όχι γιατί έχασα την πίστη μου πως κάποτε θα το βρω. Τον ζηλεύω που ήταν τυχερός. Που το βγήκε νωρίς. Αν και παραλίγο να πεθάνει για το όνειρο του, και άφησε τα πάντα για αυτό. Εκεί μπορεί να είναι θα μου πεις και η διαφορά.. Αν και όταν το έκανα εγώ πάλι στο πουθενά βρέθηκα..

Πόσο έτοιμος είναι κάποιος να παλέψει για κάτι που θέλει, και πόσο. Γιατί το έτοιμο εύκολο είναι, μα κάτι μεγάλο δεν είναι εύκολο.. Α ναι και κάτι άλλο.

Το κατά πόσο έτοιμος είναι να πληρώσει το τίμημα μέχρι να φτάσει εκεί που θέλει, και να μην αφεθεί να αράξει κάπου στην πορεία… Γιατί το πιο λογικό πολλές φορές είναι να κάνεις πίσω..

Μια και είναι δύσκολος ο δρόμος για τα αστέρια…

Μα και αυτά είναι που αγναντεύω και λαχταρώ, ότι και να γίνει, ότι και να έρθει..

Δημοσίευση στο stixoi.info: 18-06-2007