Το ημερολόγιο ενός πολέμου. (μέρος Β)

Δημιουργός: Today

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ημέρα Τέταρτη – 189π.Χ- Ρώμη- Οκτάβια


Σήμερα ο αγγελιοφόρος έφερε χαρμόσυνα νέα. Κερδήθηκαν καινούργιες περιοχές. Πλούσιες και κοσμοπολίτικες από όπου θα καταφτάνουν αγαθά που ούτε τα έχουμε φανταστεί. Είπε επίσης πως οι απώλειες ήταν κυρίως υλικές και λίγοι στρατιώτες πέθαναν στη μάχη. Ο άντρας μου είναι ζωντανός και είναι καλά. Μου έστειλε μάλιστα και γράμμα. Να τι μου γράφει:
«Αγαπημένη μου Οκτάβια,
Τα πράγματα εδώ είναι δύσκολα. Βέβαια συνεχώς νικάμε χωρίς να συναντάμε ιδιαίτερη αντίσταση όμως έχουμε να αντιμετωπίσουμε άλλες δυσκολίες. Όπως είναι φυσικό κανείς από τους ντόπιους δε μας συμπαθεί και δε μας θέλει. Ήρθαμε και καταστρέψαμε το βιος τους, σκοτώσαμε τους άντρες τους μα το χειρότερο από όλα τους στερήσαμε την ελευθερία τους.
Η βρωμιά μας τυραννά και το σπιτικό φαγητό μας λείπει.
Τίποτα από όλα αυτά δε θα με πείραζε φτάνει να μπορούσα να σε δω μόνο για μια στιγμή. Θέλω όσο τίποτα άλλο να σε αντικρύσω ξανά και να παίξω με τις ξανθιές σου μπούκλες που μπερδεύονται ανάμεσα στα δάχτυλα μου. Θέλω να δω το παιδί μας. Θα πρέπει να έχει μεγαλώσει πολύ. Άραγε με θυμάται ακόμα ή με ξέχασε; Ήταν τόσο μικρός όταν έφυγα που σίγουρα δε θα με θυμάται. Ο μικρός Αύγουστος, πάντα θα θυμάμαι την πρώτη φορά που τον πήρα στην αγκαλιά μου και εσύ μου είπες ‘Είναι δικός σου, ολόδικος σου όπως είμαι και εγώ’. Είσαι ακόμα δικιά μου Οκτάβια ή ο πόλεμος σε έκανε να με σιχαθείς και η μακρόχρονη απουσία μου να με ξεχάσεις;
Θέλω α γυρίσω, θέλω να φύγω μακριά από αυτή την τρέλα. Δεν μπορώ άλλο να βλέπω το θάνατο. Σιχάθηκα να σκοτώνω και να προσέχω μη σκοτωθώ. Η λύπη έχει τόσο πολύ τυλίξει την καρδιά μου που δεν μπορώ να της ξεφύγω ούτε ακόμα και αν μου δώσεις το πιο ωραίο ζευγάρι φτερά. Όλοι έχουν κουραστεί και όλοι θέλουν να γυρίσουν πίσω όμως τόσο μεγάλη μανία τους έχει πιάσει που δε σταματάνε. Μόνο για μια στιγμή καθαρίζουν το σπαθί τους και μετά το βουτάνε πάλι στο αίμα, βαθιά στη σάρκα όσων τολμούν να τους αντιστέκονται για να πρτοστατέψουν την πατρίδα, τους θεούς, τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Τρέλα...
Φιλώ γλυκά εσένα και το παιδία μας και να ξέρετε οτι το μόνο που με κρατάει ζωντανό είναι η εικόνα σας, Μην πάψεις να με σκέφτεσαι και να με αγαπάς,

Τιβέριος.»

Αχ! Παύλο, αγάπη μου. Πως μπορείς να με ρωτάς κάτι τέτοιο; Πως θα μπορούσα να σε έχω σιχαθεί ή ακόμα περισσότερο να σε έχω ξεχάσει; Λες οτι η ανάμνηση μου σε κρατάει στη ζωή πρέπει όμως να ξέρεις πως εσύ είσαι η ίδια η μου ζωή. Από τη στιγμή που έφυγες τίποτα δε με γεμίζει και το σπίτι μας ακόμα μοιάζει να είναι στοιχειωμ΄λενο από τη φωνή σου, το βλέμμα σου, την παρουσία σου. Ο Αύγουστος δε σε έχει ξεχάσει, δε θα τον αφήσω ποτέ να σε ξεχάσει. Κάθε βράδυ λίγο πριν κοιμηθεί του μιλάω για εσένα και του λέω κάθε στιγμή πόσο πολύ τον αγαπάς.
Κάνε κάτι για να σταματήσει αυτή την τρέλα. Γύρνα πίσω κοντά σε μένα, σε χρειάζομαι. Περιττά είναι τα δώρα που μου στέλνεις αν δεν είσαι κοντά μου και ξέχειλα πια τα σεντούκια. Θα τα έδινα όλα πίσω αρκεί να ερχόσουν εδώ, στο πλάι μου. Κάθε νύχτα που περνάω μακριά σου ματώνει το κορμί μου και ο πόθος μου για σένα μεγαλώνει ώρα με την ώρα... Ξυπνάω λουσμένη στον ιδρώτα γιατί ονειρεύτηκα οτι χάθηκες. Όχι. Ούτε να το σκεφτώ δε μπορώ.


Ημέρα Πέμπτη.


Χθες η σκλάβα που μου έστειλε ο Παύλος από την Ασία μου μίλησε για όσα συμβα’ινουν εκεί. Και όσα μου διηγήθηκε ήταν χειρότερα και από το χειρότερο εφιάλτη. Μου μίλησε για τη ζωή της πριν η οποία δε διέφερε και πολύ από τη δικιά μου. Αντίθετα κατάγονταν από αριστοκρατική οικογένεια και είχε μεγάλη μόρφωση. Ο σύζυγος της ήταν ένας από τους άρχοντες της πόλης και διέθετε μεγάλη περιουσία. Η ζωή της έμοιαζε οτι θα κυλούσε ήρεμα και ευτυχισμένα μέχρι τη στιγμή που οι Ρωμαικές λεγεώνες έφτασαν και τελικά κατέκτησαν τη χώρα της. Οι στρατιώτες σκότωσαν τον άντρα της, λεηλάτησαν το σπίτι της, πήραν τις υπηρέτριες της και έκαναν την ίδια σκλάβα. Μέσα σε μια μέρα από ελεύθερη γυναίκα έγινε δούλα, έβαλε κουρέλια και ξέχασε την προηγούμενη ευτυχισμένη ζωή της μαζί με τον άντρα της στο σπίτι τους. Σε κάθε σπίτι ένα δράμα παρόμοιο με το δικό της ξετυλίγονταν, κάθε γυναίκα έκλαιγε για κάποιο αγαπημένο της πρόσωπο που είτε χάθηκε στη μάχη είτε κατά τη λεηλασία. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με πτώματα και καμμένα αντικείμενα. Ερήπια, ερήμωση χαρακτήριζαν το τοπίο που μαζί με τους θρήνους και τα κλάματα των γυναικών έμοιαζε με τα Τάρταρα. Και οι δικοί μας στρατιώτες συνέχιζαν, δεν τους σταματούσε ο πόνος και δεν υπήρχε στην καρδιά τους ο οίκτος. Κοιτούσαν μόνο πως θα αρπάξουν, πως θα καταστρέψουν, πως θα... Όχι δε γίνεται. Δε μπορώ να πιστέψω κάτι τέτοιο. Εγώ τους ξέρω αυτούς τους άντρες, Οτιβέριος είναι ανάμεσα τους και τον ξέρω καλά.
Πάντα βοηθούσε αυτούς που τον είχαν ανάγκη και ακόμα και όταν συμπεριφέρονταν με σκληρότητα είχε κάποιο λόγο. Ποτέ δεν αδικούσε τους συνανθρώπους του και πάντα ανταπέδιδε το καλό που του γίνονταν. Αυτόν τον άντρα γνώρισα και αγάπησα. Αυτόν τον άντρα βλέπω στα όνειρα μου και επιθυμώ να γυρίσει. Αυτόν τον πατέρα περιμένω να γυρίσει για το παιδί μου. Και αυτός έχει αλλάξει και έχει μετατραπεί στο κτήνος που μου περιέγραψε η σκλάβα τότε καλύτερα να πεθάνει και να μη γυρίσει και αμαυρώσει τη μνήνη του. Καλύτερα να πεθάνει και εγώ να μη μάθω οτι στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα δολοφόνο που το μόνο που επιθυμεί είναι δόξα και πλούτη χωρίς να λογαριάζει τίποτα ούτε καν τις ανθρώπινες ζωές.


Ημέρα Έκτη.

Τα νέα που έρχονται τις τελευταίες μέρες δεν είναι το ίδιο καλά με αυτά που έρχονταν πριν, όταν όλα ξεκίνησαν. Τότε η μια επιτύχια διαδ’έχονταν την άλλη και οι πόλεις έπεφταν στα χέρια του στρατού μας όπως οι οδαλίσκες παραδίνονται χωρίς καμία αντίσταση στα χέρια του Καίσαρα.
Τα πράγματα όμως άλλαξαν. Όλα άλλαξαν και έχισαν να πηγαίνουν προς το χειρότερο. Από αυτά που μαθαίνουμε το πρόβλημα δεν είναι κάποια απόρθητη πόλη που απλά είναι ζήτημα χρόνου το πότε θα κατακτηθεί. Αντίθετα το πρόβλημα εμφανίζεται στις ήδη αποκτιθείσες περιοχές. Εξεγέρσεις συμβαίνουν η μια μετά την άλλη. Και η δυσκολία είναι στο οτι κανείς δεν ξέρει ποιός είναι ο πραγματικός εχθρός και πιός όχι. Είναι όμως φυσικό. Οι άνθρωποι ζητάν πίσω οτι ο πόλεμος και οι κατακτητές τους στέρησαν. Την ασφάλεια, την ειρήνη και πάνω από όλα την ελευθερία τους. Δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν κατα πρόσωπο το Ρωμαικό στρατό όμως είναι πολυμήχανοι και βρίσκουν άλλους τρόπους για να χτυπάν ανεπανόρθωτα τα στρατεύματα και να τα φθείρουν ολοένα.
Ποιός είναι τόσο ανόητος ωστε να πει πω αυτοί οι άνθρωποι είναικακοί ή οτι κάνουν κάτι άδικο και κατακριτέο; Ή ποιός μπορεί να πει πως αυτό που ζητάνε είναι παράλογο; Δε ζητάνε τίποτα που δεν ήταν από την αρχή δικό τους. Δεν είναι ούτε κλέφτες ούτε τρελοί. Είναι απλά αδικημένοι. Μπορεί να είμαι Ρωμαία δεν παύω όμως να αναγνωρίζω ποιό είναι το καλό και ποιό όχι, τι είοναι δίκαιο και τι άδικο. Και εμείς ήμασταν αυτοί που μπήκαμε σε ξένη χώρα και καταστρέψαμε οτι οι άλλοι έφτιαχναν αιώνες. Ίσως να ήταν γραφτό μας, ίσως πάλι να προκαλέσαμ ετη Θεία οργή γιατί τελικά βγήκαμε πολύ έξω από αυτό που προοριζόμασταν.
Οι υπηρέτες πιστεύουν πως η κατστροφή πλησιάζει και η τιμωρία θα είναι μεγάλη. Μπορεί να έχουν και δίκιο. Αν τα λόγια τους βγουν αληθινά τότε φοβάμαι πως η καταιγίδα θα τα πάρει όλα όχι για να ξεπλυθούν αλλά για να καταστραφούν και αυτή τους η καταστροφή να σημάνει το ξαλάφρωμα του κόσμου. Αν κάτι τέτοιο συμβεί ποιθά θα είναι η κατάληξη του Τιβέριου; Θα τα καταφέρει ή θα πάυει ότι και υπόλοιποι;
Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο για το μέλλον είναι η επίσκεψη που μου χθες μια γυναίκα. Ήταν αργά το βράδυ όταν οι υπηρέτες με ειδοποίησαν πως μια μαυροφόρα περίμενε να με δει. Λοιπόν εγώ κατέβηκα και τη βρήκα νε με περιμένεικαθισμένη δίπλα στη φωτιά. Ήταν πολύ μεγάλη σε ηλικία και φαινόταν κουρασμένη σα να είχε κάνει μακρινό ταξίδι. Την πλησίασα και τότε εκείνη άρχισε να μου μιλάει: «Δεν έχω πολύ ώρα στη διάθεση μου γιατί απόψε έχω πολύ δουλειά. Ήρθα για να σου πω ή μάλλον για να σου δείξω πράγματα που πολύ λίγες γυναίκες έχουν δει.», «Δεν ενδιαφέρομαι να αγοράσω τίποτα» βιάστηκα να της απαντήσω εγώ. Τότε εκείνη γέλασε και σύνεχισε «Μα δεν έχω να σου πουλήσω τίποτα κόρη μου. Ποιός άλλωστε θα ενδιαφερόταν να αγοράσει τον πόνο, τη θλίψη, τη στεναχώρια; Κανείς. Για αυτό και εγώ τα προσφέρα απλόχερα σε όλους τους ανθρώπους με τις αρρώστιες, το θάνατο, τον πόλεμο. Δες.» Όταν κοίταξα προς την κατεύθυνση που μου έδειξε είδα μια ομάδα ανδρών να ορμάει σε κάποιους άλλους όπους το λιοντάρι πέφτει πάνω σε μια αγέλη και χτυπά τα ανυποψίαστα θύματα του. Οι άνδρες αυτοί χτυπύσαν ανελέητα τους άλλους και δε σταμάτησαν παρα μόνο όταν ήταν σίγουροι πως όλοι είχαν πεθάνει. Μετά μου έδειξε κάτι άλλο, κάτι ποιό τρομερό. Είδα έφιππους στρατιώτες, τρομορατημένους και κουρασμένους, να τρέχουν και να μη σταματάνε με μόνη τους επιθυνία να σωθούν. Τα άλογα κάποιον έσκαγαν αλλά κανείς δε σταματούσε να βοηθήσει αυτούς που έμεναν πίσω. Κοίταξα τότε το πρόσωπο ενός και κατάλαβα πως ήταν ο άντρας μου. Ο Τιβέριος. Άταν σκονισμένος και ματωμένος. Κουρασμένος από την αυπνία και τον προβληματισμό. Το βλέμμα του όμως ήταν πολύ διαφορετικό, τρομακτικό. Είχε σκοτεινιάσει και έμοιζε όχι φιβισμένο αλλά σκληρό. Ποιό σκληρό από ποτέ. Τρόμαξα τότε και έιπα στη γυναίκα να σταματήσει. Εκείνη υπάκουσε και μου είπε: «Θα γυρίσει αλλά τίποτα δε θα είναι όπως πριν. Σκότωσε, πήρα ζωές και κατέστρεψε ανθρώπους. Σκόρπισε το φόβο και έδωσε πόνο. Όλα θα είναι διαφορετικά γιστί αυτό αξίζει σε όσους κάνουν πράξεις ίδιες με αυτές που έκανε ο άντρας σου. Π πόλεμος τον άλλαξε όπως αλλάζει κάθε άνθρωπο. Λησμόνησαν πως είναι θνητοί και δεν μπορούν να αποφασίζουν για τις ζωές των άλλω, για αυτό τώρα έρχευται για αυτούς η τιμωρία...» Αυτά είπε και χάθηκε. Ποιός μπορεί να μου πει τι σημαίνουν τα λόγια της;



Η απάντηση δεν άργησε να έρθει για την Οκτάβια. Ο Τιβέριος γύρισε τίποτα δε θύμιζε όμως τον άντρα που εκείνη περίμενε. Είχε γίνει σκληρός, βιαίος, ανελέητος. Δεν τον ενδιέφρε πια η αγάπη της γυναίκας του και ξέχασε σχεδόν την ύπαρξη του παιδιού του. Μόνο μερικές φορές, τα βράδυα ξυπνούσε τρομαγμένος, έτρεχε στο δωμάτιο του γιού του, τον έβλεπε να κοιμάται και γύριζε στο κρεββάτι του. Και αν η Οκτάβια τον ρωτούσε τι συνέβη εκείνος δεν απαντούσε μόνο της ζητούσε να τον πάρει στην αγκαλιά της και εκείνη ένιωθε στο στληθος της να τρέχουν τα δάκρυα του. Δάκρυα γεμάτα τύψεις για όσα έκανε αλλά και για όσα δε σταμάτησε...

Δημοσίευση στο stixoi.info: 17-07-2007