Τ' όνειρο

Δημιουργός: qual2007

το έγραψα πριν 2 χρόνια..enjoy!

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info


[align=center]
Τ’ όνειρο ενός τρελού, τ’ όνειρο ενός παιδιού
Ζωής χαρά μαζί σου, ζωής ελπίδα ψεύτικη.
Κι ο φόβος ο μεγάλος έρχεται,
κι ο τρόμος ήσουνα εσύ, και εφιάλτης.
Με πλάνεψες με τέχνες άγνωστες,
Με τέχνες που για μένα, το παιδί,
ακόμη προσπαθώ να καταλάβω.
Και δεν μπορώ. Και δεν γίνετε.
Εφιάλτης παντού τώρα, κι εγώ πνιγμένος στο κακό,
στο πονηρό. Και που να φανταζόμουνα.
Και που να το’ ξερα εγώ το παιδί.
Υποσχέσεις που τολμάς να μην κρατήσεις,
υποσχέσεις που ακολουθούσα με μάτια κλειστά.
Είναι αλήθεια;-σκέφτομαι-. Υπάρχουν και τέτοια τελικά;
Και πετούσα ψηλά, πολύ ψηλά.
Πάνω από τα σύννεφα, πάνω στην φαντασία,
την παιδική μου και αθώα φαντασία,
και να ξανά, που τέλειωσαν τα καύσιμα,
και να που πάλι ήρθε ο εφιάλτης,
εφιάλτης που τρέμει κόσμος κι’ έτρεμε,
διαβολικός και με κακία.
Ζωές κουνάει, διαλύει, εξαφανίζει.
Ζωές γεμάτες καλοσύνη και συναίσθημα.
Και πίκρα τους ποτίζει ανελέητα,
ατελείωτα, ασταμάτητα.
Χωρίς μετάνοια και λύπηση.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται λένε,
τα πράγματα έτσι πρέπει να γίνουν,
«παιδία είμαστε» άλλωστε, «θα μας περάσει»
Και που είναι το δίκαιο;
Και που είναι ο οίκτος;
Και που είναι ο γλυκός καλός Θεός,
να μας θρέψει μυαλό, να μας διδάξει;
Μη φοβάσαι ρε γαμώ, λέω, εσύ δουλειά σου κάνε.
Καλός να είσαι, αυτά είναι εκεί και θα τα δεις.
Και θα τα γευτείς, και θα τα χαρείς.
Και θα τα ΖΗΣΕΙΣ.



Να μου το θυμάσαι όμως, σε τούτο τ’ όνειρο,
της «φύσης» την θωριά και δύναμη, δεν μπορεί κανείς
και τίποτα να τις ρίξει έτσι εύκολα, όλα τα σαρώνουν.
Δεν πέφτουν, δεν λυγάνε! Ο κόσμος λυγάει γι’ αυτές.
Ο κόσμος λυγάει για την χαρά του ονείρου,
τα όμορφα και τα γλυκά είναι εκεί σου λέω,
και πάνε ακάθεκτα, παγωμένα, αλύγιστα και ζωηρά,
με το αυστηρό βέλος του χρόνου αγκαλιά.
Φορτωμένα με τα ισχυρότερα των αγαθών,
την ελπίδα και την ψυχή για όλα και για όλους,
για το δίκαιο, για το καλό και το σωστό.
Και η μάχη είναι άνιση, ασύγκριτη, προβλέψιμη.
Γιατί όλα θα τα καλύψει αυτή η χαρά, θα τα σβήσει,
Ακαριαία και άμεσα, χωρίς δεύτερη, μα και πρώτη σκέψη.
Κι’ αλίμονο σ’ αυτόν τον άμοιρο που θα την συναντήσει
Σ’ ένα ρεύμα ανάποδα, που η ορμή του δεν υπάρχει,
δεν μετριέται με αριθμούς και λογικές σου λέω.
Κι’ αλίμονο στον δυστυχή, που θα νιώσει τον σεισμό της,
την δύναμη και την «οργή» της,
που ταράζει τους ατάραχους,
που κουνάει και τους βράχους τους μεγάλους.
Γιατί εδώ, δεν θα φάει κανείς μεγάλος,
κανέναν μικρό, κανένα παιδί. «Μ’ ακούς;»
Όχι σ’ αυτό το παραμύθι, όχι στο δικό μου παραμύθι.
Θα το δεις εσύ, να το θυμάσαι σου λέω.
Και μη φοβάσαι, μην ανησυχείς,
Θα σ’ έχω στις προσευχές μου,
για όσο με βοηθάει το μυαλό και η καρδιά μου,
είπαμε, «εμείς» την δουλειά μας κοιτάζουμε,
και δεν πειράζει για σένα.
Δεν πειράζει, για όλους,
για κανέναν.
Κρίμα και αδικία για σένα,
Κρίμα γι’ αυτό που είσαι,
να γίνεις καλά,
και βαριά τα βήματα σου από δω κι’ εμπρός.
Μάγκικα.
Είδες λοιπόν;
Τρελός είμαι, ότι θέλω αγαπάω,
Παιδί είμαι, ότι θέλω λέω. «Άκου» με.
[/align]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-07-2007