Αρωματοποιός μέρος 1ο

Δημιουργός: Νίνο Αυγέρης, Αντώνης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[I][align=center]Αθήνα 1980[/align]

Η νύχτα είχε άπλωσε το κατάμαυρο πέπλο της πάνω από την Αθήνα.
Τα φώτα άνοιξαν, τα αυτοκίνητα λιγοστεύουν, πάνε στα καβούκια τους να κοιμηθούν, γιατί αύριο δουλεύουν οι περισσότεροι...
Μα αν κοιτάξεις κάνεις στην καρδιά τον ανθρώπων τότε θα διαπιστώσεις ότι το 90% των ανθρώπων κοιμούνται πάντα με έναν καημό. Κανείς δεν έχει την καρδιά να στείλει ένα μήνυμα στον αγαπημένος τους.
Ένα από αυτά τα άτομα θα σας περιγράψω σήμερα.
Εδώ και έναν χρόνο η Ρένα ζει μόνο με την αγάπη της , έχει χρόνια δεσμό και έχει παντρευτεί τον καλύτερο άντρα που θα είχε ποτέ άλλη γυναίκα. Είναι λεει περήφανη για τον άντρα που έχει παντρευτεί.
Δικηγόρος με το όνομα , Μαλιάτης έχει πάρει στα χέρια του δίκες και δίκες, μα κάνεις δεν μπορεί να τον νικήσουν.
Εννοώ η δε Ρένα είχε εκεί ένα μικρό μαγαζάκι που πουλάει χαλιά , μοκέτες, πατάκια.
Τι ζωή πλέον έχουν αυτά καμία....
Γνωρίστηκαν μέσο προξενιού από φίλη της μάνας της και στο προξενιό δεν μπορείς να πεις όχι. Αφού γνωρίστηκαν σε δύο μήνες παντρεύτηκαν ( τι αγάπη ).
Έρωτας λένε κεραυνοβόλος. Μα αυτή είχε την καρδιά της άλλου, το μυαλό της ήταν πέρα βρέχει.
Άσε που αυτόν που αγαπούσε ήταν και αρωματοποιός.
Έβγαζε τα καλύτερα αρώματα της αγοράς έβγαζε ένα άρωμα που το ονόμαζε.
Μυρτώ, μεγάλο και τρανό άρωμα. Αυτός την αγαπούσε μα ποτέ δεν βρεθήκανε στα 7 χρόνια γάμος, γνωρίστηκαν μέσα σε ένα ντίσκο που δούλευε μια φιλενάδα της. η Σοφία.
Ήπιαν μια μπίρα, ήπιαν 2 ήπιαν 3 και αυτό ήταν όλο, αυτή είχε πάθει κόλλημα μαζί του, άσε που φόραγε και την καλύτερη κολόνια αυτός.
Αυτός ήταν όμορος , με ωραίο σώμα, καστανός με καφέ μάτια που πρασίνιζαν.
Ενώ αυτή ήταν ψιλή όμορφη με καταγάλανα μάτια, με ένα κατακόκκινο φόρεμα που είχε σχέδια λευκά τριαντάφυλλα. Και φορούσε την κολόνια που πούλαγε εκείνος.
Το maxer. Τέλια κολόνια με λεμόνι και περγαμόντο και λίγο μέλι.... τέλια κολόνια.
Τότε στην δουλειά που ήταν χτυπά το τηλέφωνο, ήταν αυτός.
Δ- γεια σου.
Ρ- για σου ποίος είναι ?
Δ- έλα καλέ που με ξέχασες ο Δημήτρης είμαι ο αρωματοποιός.
Ρ- μπα πως και μας θυμήθηκες ?
Δ- γιατί πότε σε ξέχασα?
Ρ- τέλος πάντων, τη θέλεις ?
Δ- θα βγούμε για καμιά μπίρα ?
Κι αυτή χωρίς δεύτερη σκέψη είπε ναι, χωρίς να σκεφτεί το τι θα τράβαγε.
Ρ- ναι πότε θέλεις ?
Δ- σήμερα το βραδάκι ?
Ρ- ναι.
Πήγε λοιπόν και έβαλε λίγο από την αγαπημένη της κολόνια, και λίγο από το φίλτρο που της είχε δώσει μια μάγισσα, και είπε...
Εγώ αυτόν τον άντρα τον θέλω και θα τον πάρω.
Πήγε λοιπόν στο σπίτι έκανε ένα μπάνιο λούστηκε , και άρχισε να σκέφτεται τι θα πει στον άντρα της.
Τελικά του είπε ότι θα παει στην φίλη της, για ένα ποτάκι.
Μπαίνει στο αμάξι και έφυγε. Όταν λοιπόν πέρασε ένα στενό σκοτεινό και άγριο . βγήκε πήγε παρά πέρα και άλλαξε γρήγορα, γρήγορα, μην την δει κανείς, και φόρεσε ξανά εκείνο το φόρεμα το κόκκινο με τα λευκά τριαντάφυλλα.
Πήγε λοιπόν στην ντίσκο μπήκε μέσα και άρχισε να ψάχνει στα τραπέζια μήπως τον δει. Ξαφνικά ο διάδρομος άνοιξε, ήταν αυτός. Με ένα μαύρο πουκάμισο και ένα λευκό σακάκι, αχ έρωτας.
Τότε τον είδε είχε κόψει τα μαλλιά του κοντά, και είχε ομορφύνει περισσότερο.
Τότε του είπε :
Ρ- να με εδώ και πάλί μετά από χρόνια
Δ- να σε λοιπόν τι θα πεις ?
Ρ-. Μια amstel
Δ- μια κορόνα. [/I]


[align=center]Συνέχεια[/align]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 30-07-2007