Pall Mall

Δημιουργός: Γιώργος_Κ, Γιώργος Σ. Κόκκινος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[B][align=left]PALL MALL


Ήμουν αποτυχημένος, ναι! Μέχρι να γνωρίσω εσένα. Κι ας έλεγες πως μαζί μου, ήσουν η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου, κι ας έλεγες πως στέκω δίπλα σου ως Θεός. Αλλά το θαύμα δεν κατάφερα να το κάνω την ύστατη ώρα. Απλά ακολούθησα το ρεύμα του ποταμού, όπως έπραττα πάντα, τα αυστηρά τους «πρέπει» και τις αραχνοΰφαντες απειλές που ζωγράφιζαν το στερέωμα του ουρανού μας. Όχι, απειλές δεν ακούστηκαν ακόμα, μόνο «δεν πρέπει», «πρέπει», «δεν πρέπει», «πρέπει»!
Κι έτσι σταμάτησα να περιφέρομαι γύρω σου ως άλλος πλανήτης, σε ακτίνα μεγαλύτερη του ενός χιλιομέτρου, κι ούτε που «έπρεπε» να μάθω αν ακόμα ζεις ή πέθανες, ή έχασες το δρόμο που σου έμαθα να περπατάς. Πέθανες; πάντως ζεις μέσα μου, γύρω μου κι εντός μου. Στη σκέψη μου υπάρχεις ακόμα! Μα επιβεβαιώθηκε στη συνείδησή μου, πως τα χρήματα σκοτώνουν την ανθρώπινη ψυχή και τα πτυχία δεν αναπληρώνουν τη χαμένη πνευματική καλλιέργεια της ανθρώπινης ύπαρξης. Όχι της Μαρίας. Η Μαρία δεν έβαλε ποτέ τα πτυχία της στον τοίχο, αντί για έναν πίνακα του Πικάσο, να διακοσμούν με εκκεντρικό τρόπο την ταπετσαρία του σαλονιού.
Ήμασταν σκίτσα, μικρό μου, σκίτσα που μας ζωγράφισαν άλλοι και μετά μας έσβησαν με τη γομολάστιχα σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Κι αντί να το αποτρέψουμε, τους είπαμε κι ευχαριστώ. Αλήθεια, με ποιο υλικό καταστρέφεται η γόμα, αν τελικά δεν την τρίψεις στο χαρτί για να γίνει σκόνη μαζί με το σχέδιο;
Είπες πως ένιωσες ευτυχισμένη κοντά μου και το απέδειξες, αφού πρώτα το ξεστόμισες με λόγια και το κατέγραψες στο χαρτί, να το θυμάμαι! Κι ο ακαμάτης, ο άνεργος, ο φτωχός Κομμουνιστής, το διαβάζει τώρα και πάλι και πάλι κι αναρωτιέται. Καλή μου ποιήτρια, σου είχα υποσχεθεί για δώρο μια επίχρυση πένα, έπειτα από τον μεταλλικό χαρτοκόπτη για τα βιβλία ποίησης, τα ροζ τριαντάφυλλα, τη φωτογραφική μηχανή που αποτυπώσαμε τις στιγμές μας, τα βιβλία του Κωσταβάρα και της Γώγου, τους δίσκους της Piaf και του Τσιτσάνη, τις κόκκινες παγοκυψέλες με το σχήμα της καρδιάς, τη νεανική σου μαύρη τσαντούλα με το παρδαλόχρωμο εξωτερικό διάκοσμο, το λούτρινο σκυλάκι που προμηθεύτηκα, ελλείψει χρημάτων, από το supermarket. Σου χάρισα και μια ντουζίνα μπλε στυλό της Bic, να γράφεις με τις ώρες για εμάς στο μπλοκ ιχνογραφίας σου, όταν δε μ’ έχεις κοντά σου κι όσο δε βλέπεις τα μάτια μου. Κι ίσως τα μάτια μου να μη τα ξαναδείς! Ίσως το βλέμμα σου να μη το ξαναδώ, άλλωστε η παρουσία σου συνοδευόταν πάντα από περιπολικά της τροχαίας και αναπάντεχα τηλεφωνήματα των γονιών σου, που μας χάλαγαν την ατμόσφαιρα. Μπορεί να φάγαμε ένα φεγγαράκι-πίτσα, λίγο πριν έρθει ο παγωμένος Αύγουστος να μας χωρίσει, μα δε θα δούμε παρέα το φετινό Αυγουστιάτικο φεγγάρι, κατακόκκινο και γεμάτο υπονοούμενα σα να είναι κανένας κρυφό-Κομμουνιστής, ούτε θα προσκυνήσουμε την προτομή του Σκαρίμπα, πηγαίνοντας στο νησί της Εύβοιας για διακοπές, διερχόμενοι από την πόλη της Χαλκίδας. Θα απολέσουμε από τη συνείδησή μας τους ουζομεζέδες στην παραλία, με τις γαριδοσαλάτες και το χταπόδι λαδολέμονο, γιατί μου άνοιξες την όρεξη με τον έρωτα, μα πρόλαβα να ευχαριστηθώ από σένα μόνο το ορεκτικό. Άλλωστε, τρώγοντας έρχεται η όρεξη.
Κι είχα μια τέτοια πείνα, που ξέχασα να συνυπολογίσω τις καταστροφικές συνέπειες και το ενδεχόμενο του χωρισμού μέσα σ’ ένα απόγευμα. Κι αισθανόμουν τόσο αποτυχημένος για τις ενέργειες μου, γιατί πάντα έδινα όλον μου τον εαυτό σε ο,τι έκανα, ολόψυχα και με πάθος, με αποτέλεσμα να μη μένει ούτε στάλα ενέργειας για μένα. Μα όταν μπήκες στη ζωή μου, άλλαξα ριζικά τον τρόπο σκέψης μου. Ήμουν αποτυχημένος, μα στη συνέχεια ένιωσα ευτυχισμένος κι ας μην το απέδειξα. Είναι τόσο κακός ο κόσμος Μαρία, μα θα την αλλάξουμε την ζωή. Δε θα ‘μαστε καράβια να πηγαίνουμε όπου φυσάει ο άνεμος, μα καπεταναίοι γενναίοι και αποφασισμένοι να ζήσουμε ο,τι στερηθήκαμε με πάθος και όρεξη για το κέφι μας. Θα κάνω τα πάντα για σένα, στο έταξα, μα ένα πράγμα δε θα μπορούσα να κάνω ποτέ. Να είμαι μακριά σου!
Στην αγκαλιά μου απόψε, κρατώ μονάχα ένα τσαντάκι με ασπρόμαυρα λαστιχένια πιαστράκια για τα μαλλιά, που θυμίζουν εσένα, μα δε μυρίζουν Μαρία. Το άρωμά σου υπάρχει πάνω στο κορμί σου και γίνεται έντονο όταν ιδρώνει τα βράδια στις 9 μετά τη δουλειά. Γιατί εμείς ήπιαμε νερό από το ίδιο ποτήρι, κι όταν πεινούσα με κέρασες με το κουτάλι σου. Αλλά ο έρωτας, λατρεία μου, δε βρίσκεται στο στομάχι. Περνάει από μέσα του σαν τρένο και παραλύει τις αισθήσεις του εγκεφάλου. Κοιτάζει τις μακρινές γραμμές των οριζόντων του ποιητή, πέρα από τη θάλασσα, κάτω από τη Γη, πίσω απ’ τ’ αστέρι του Μικρού Πρίγκιπα και πιο μπροστά από το τζάμι ενός πολυτελούς αυτοκινήτου, που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα στην άσφαλτο.
Προλαβαίνει το βάθος τ’ ουρανού και του χρόνου, γυρίζοντας πίσω στον αποστολέα του, το συστημένο γράμμα που σου απέστειλε βεβιασμένα, λέγοντάς σου πως έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για το Αντίο. Είναι τα κύματα, ο έρωτας, που σπάσαμε σε χιλιάδες μικρά κομμάτια την τελευταία στιγμή πριν να λυγίσουμε. Τώρα, ο ασθενής είναι κλινήρης στο γύψο! Και για τα γλυκολοξεμένα βλέμματα, τα μελωμένα φιλιά και τις αμαρτίες του Μάη, που συνοδεύονταν πάντοτε από το νεανικό γέλιο σου κάθε φορά που σου έσκαζα την τσιχλόφουσκα στα χείλη, θα περιμένουμε χρόνια. Από αύριο Μαρία, στο σχολείο με τον κηδεμόνα σου! Κι εγώ θα αφοσιωθώ στη μελέτη. Εσύ ήθελες να σώσεις μια καταδικασμένη ψυχή και να τη λυτρώσεις. Το πέτυχες!
Εγώ άλλαξα μάρκα τσιγάρων και καπνίζω απ’ τα δικά σου! Pall Mall…



γιώργος_κ[/align][/B]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-08-2007