ο αλαφροΐσκιωτος ( μέρος δεύτερο)

Δημιουργός: marakos1948, Μάριος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ομως εκείνος επέμενε ότι τα ξωτικά ζούσανε εκεί απάνω στις δυσπρόσιτες σπηλιές του πυραδόμορφου βουνού που έμοιαζε στοιχειωμένο έτοιμο να καταπιεί το μικρό χωριό στους προποδές του.
Συνέχισε να ψάχνει για το μικρό τούνελ απ το οποίο ξεπρόβαλε τοτε εκείνο το πλάσμα,αλλά οι τοίχοι γύρω του δεν έδειχναν σημάδια κάποιας εισόδου προς το εσωτερικό.
Ο προθάλαμος που βρισκότανε ήτανε μικρός και χαμηλός και τον υποχρέωνε να δουλεύει σκυφτός κουραζωντάς τον στο έπακρο.Νυχτωσε για τα καλά και ήλθε η ώρα να ανάψει μια μικρή φωτιά,τόσο για να ζεσταθεί ,όσο και για να φωτίζει ολονυχτίς τον χώρο.
Εστρωσε το σλήπ-μπάγκ και χωθηκε μέσα του,όπως χώνεται το βρέφος στην στοργική αγκαλιά της μάνας.Ο ύπνος του ανήσυχος και με παραμιλητά ,μέχρι πούνοιωσε ένα δυνατό σκούντημα στον ώμο. Ανοιξε τα μάτια διάπλατα και ανασηκώθηκε με ανάμικτους τφόβους και απορίες αρπάζoντας συγχρόνως απο δίπλα του την μικρή αξίνα για πάν ενδεχόμενο.Ενοιωσε τότε δυό μάτια διαπεραστικά να τον εξερευνούνε απο πίσω.Γύρισε και αντίκρυσε εκείνο το κορίτσι με ένα αινιγματικό χαμόγελο στο πρόσωπο,να του γνέφει να το ακολουθήσει.Ακούμπησε τα χέρια της στην εξοχή μιας πέτρας ριζομένης σε μια πλευρά του τοιχώματος και εκείνο παραμέρισε,αφήνωντας να φανεί ένα στενό άνοιγμα.Εκείνη μπορούσε να το διαβεί σχεδόν όρθια,όμως εκείνος έπρεπε να σουρθεί με την κοιλιά για να προχωρήσει.Της έκανε νόημα να περιμένει για να πάρει μαζί του τον εξοπλισμό του αλλά του έδωσε να καταλάβει μ ένα νόημα πως δεν θα του ήτανε απαραίτητος.
Mα εσύ δεν μεγάλωσες καθόλου,ψέλλισε αλλά απάντηση δεν πήρε,παρα μόνο ένοιωσε το μικρό της χεράκι να τον παρασύρει πρός τα μέσα..

συνεχιζεται

Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-08-2007