Μαρία (πέμπτη ιστορία) Δημιουργός: angelapapa, Αγγελική Παπασταύρου Θα ακολουθήσουν και άλλες...(είναι υπόσχεση στους φάν της Μαρίας μου) Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [align=center][B]Μαρία
Ιστορία πέμπτη[/B][/align]
[B]Με λένε Μαρία[/B]… δεν θυμάμαι όμως ηλικία, ούτε επίθετο, οδό και αριθμό.
Στον κόσμο τούτο δεν ξέρω τι κάνω, που πάω, τι ζητάω.
Είμαι απλά η Μαρία και αυτό μου φαίνεται αρκετό.
Κοιτάζω τηλεόραση , το κουτί του διαβόλου , που πολλοί έτσι το χαρακτήρισαν, με τις κεραίες του σαν κέρατα που στις ταράτσες των σπιτιών καλά κρατούν.
Νέα πολλά, νέα άσχημα, με βομβαρδίζουν από το πρωί μέχρι το βράδυ, νέα που με τρομοκρατούν, νέα που με καθηλώνουν και με υποτάσσουν στις ιδέες των ισχυρών, αυτών που με το ζόρι με βάζουν να θέλω όλο και πιο πολλά από τα υλικά αγαθά, που τι κι αν μου είναι άχρηστα, χρήσιμα μου τα δείχνουν.
Ο κόσμος όλος με ένα πάτημα του κουμπιού στο σαλόνι μου, πίσω από το γυαλί. Άλλος πεινάει , άλλος πονάει, άλλος γελάει, μα εγώ ακόμη εκεί.
Δεν αντέχω άλλο και θέλω να ξεφύγω , να ρίξω μια ματιά στην αληθινή ζωή.
Την πόρτα μου επιτέλους ανοίγω , το σπίτι και την πολυθρόνα μου αφήνω, τον ήλιο ζητάω να δω, όπως έκανα κάποτε κάθε πρωινό.
Έτσι βγαίνω στον ήλιο να με λούσει η ζεστασιά του, μα δεν κάνει μου λένε .
Τον ήλιο τον ευεργέτη τον χάλασαν και τώρα σκορπά τον τρόμο και δεν τον κοιτάνε κατάματα πια. Η σάρκα αρρωσταίνει από το χάδι του πια. Κρύβομαι στα ρούχα μου και αν και κατακαλόκαιρο μακρυμάνικο με ανάγκασαν να φορώ, με σκούφο και με γάντια μέσα από το μαύρο το πλαστικό ότι μπορώ να δω , αλλιώς πρέπει να πάω πίσω σπίτι να του κρυφτώ.
Στον καθαρό αέρα επιθυμώ τώρα να βρεθώ, να γεμίσω τα πνευμόνια μου , να αναζωογονηθώ. Απαγορεύεται μου λένε και αυτό. Διοξείδιο του άνθρακα πολύ, που δεν είναι πια φυσιολογικό, μου απαγορεύει να αναπνεύσω. Θαρρώ πως είδα κάποιον να πουλά το οξυγόνο με το κιλό. Στο κουτί του διαβόλου το εντόπισα και αυτό .
Νερό αποφάσισα να πιω, καθάριο να τρέχει από την πηγή. Το θυμάμαι καλά αυτό , άφθονο, κρυστάλλινο και δροσερό, σε κάθε γωνιά υπήρχε μια πηγή, αργότερα της έβαλαν και βρύση. Όχι μου λένε απαγορεύεται και αυτό. Μολύνθηκε και βρώμισε, απέκτησε και οσμή και χρώμα. Άσε που λιγόστεψε, μα υπάρχει μόνο καθαρό στο διαφανές το πλαστικό και το πληρώνεις αρκετά, στην τηλεόραση το έμαθα καλά και αυτό.
Λέω απλά να περπατήσω μόνη μου στον έξω κόσμο, μα μήπως είχα πολύ καιρό να βγω;
Ο δρόμος γεμάτος με κόσμο και με σπρώχνει η λαοθάλασσα μαζί της στο κάτω κόσμο, εκεί στο μετρό. Παλεύω στην επιφάνεια της γης επιτέλους να μείνω, προσπαθώ πολύ να τους αντισταθώ. Δεν θέλω μέσα στη γη ζωντανή να θαφτώ.
Θέλω να ξεφύγω από όλα αυτά , μα δε θέλω να γυρίσω στο σπίτι πίσω, θέλω και άλλα να δω, όπως τα πουλιά που πετούν ελεύθερα, ψηλά στον καθαρό τον ουρανό. Μα το μόνο που βλέπω είναι ένα γκρίζο να τον καλύπτει και τα πουλάκια στο σιδερένιο το κλουβί στο μαγαζί.
Α ναι το είχα ξεχάσει, απαγορεύτηκε και αυτό, τώρα είναι είδος προς εξαφάνιση τα πτηνά και διατίθενται μόνο σε μεταλλικό κουτί για την προστασία τους, από τους ανθρώπους φυσικά.
Την θάλασσα πεθύμησα , τα κύματα να σκάνε χαλαρά στην ακτή, παιχνίδια με την άμμο τα παιδάκια να παίζουν στην αμμουδιά την καθαρή. Να κολυμπήσω μου ήρθε μια λαχτάρα, να αφεθώ απλά στην γλυκιά της αγκαλιά, ακριβώς όπως έκανα παλιά. Μια πινακίδα με αποτρέπει σιωπηλά. Είναι μολυσμένα, μου λέει, τα νερά.
Κοιτάζω το ρολόι μου και είναι ήδη πολύ αργά, μα η νυχτιά δεν φαίνεται πια πουθενά. Τα φώτα της πόλης εκτυφλωτικά, μέρα συνεχόμενη και αυτή, καλά μου τα είπαν στην τιβί.
Περιμένω να δω τα αστέρια στον ουρανό, όπως έκανα με τους φίλους μου παλιά που τα μετράγαμε ανα δεκατέσσερα και από την αρχή μετά, μα τι κι αν η ώρα είναι κοντά στην πρωινή, ο ουρανός σκεπασμένος με ένα φωτεινό πέπλο βυσσινί, δεν με αφήνει ούτε αυτή την επιθυμία μου να εκπληρώσω. Φυσικά είναι η αντανάκλαση από τα πολλά και δυνατά φώτα της πόλης, που ποτέ δεν κοιμάται .
Έτσι με βρίσκει το πρωί, στο σπίτι γυρνώ, την τηλεόραση ανοίγω και κοιτώ. Παραδίνομαι στον ψεύτικο κόσμο της, που τελικά κατάφεραν και μας τον έκαναν αληθινό.
Όμως αναρωτιέμαι, γιατί ; που πήγε ο κόσμος όπως τον θυμόμουνα ; που ήμουν εγώ τόσο καιρό ; μήπως ενώ νόμιζα ότι ήμουν ξύπνια εγώ κοιμόμουνα;
Νοιώθω μόνο φόβο, αγανάκτηση και αηδία.
Δεν ξέρω τίποτα πια, μόνο… πως [B]με λένε Μαρία[/B].
Ίσως τελικά να είμαι απλά μια οπτασία , ένα κακό όνειρο στον δικό σου μυαλό. Ίσως να είμαι η δική σου κραυγή αγωνίας, για το μέλλον που τελικά φαντάζει θολό !!!
[I]Συγγραφέας
Αγγελική Δ. Παπασταύρου[/I]
Δημοσίευση στο stixoi.info: 18-08-2007 | |