Κρήτη

Δημιουργός: justawoman, Στέλλα Γεωργιάδου

Άδειασα και ξαναγέμισα τον ταξιδιωτικό μου σάκο «Μόνον τ’ απαραίτητα» είπα. Κι ήταν αρκετά γι αυτή τη ζωή και για πολλές άλλες ακόμη (Ο. Ελύτης, από το Μικρό Ναυτίλο)

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Στους καιρούς που οι λειμώνες αγριέψανε
μικρό κορίτσι, ξέσκεπο
δρασκελούσε τις απάτητες ακτές
να βρει τον ήλιο πέρα –και πριν –
της καμπυλωμένης θάλασσας, του ορίζοντα
Ν’ αφουγκραστεί ζητούσε
τις φυσικές συνέπειες
κάθε αποσπασματικής προσέγγισης
στο καθεστώς του πραγματικού κόσμου
και του ανθρώπινου οράματος
Ένα κορίτσι σκιά

Ολόδροση κι ανέφελη
κατηφόριζε στις ομαλές πλαγιές
του Ιδαίου όρους, πατώντας
πάνω από συμφορές θαμμένες, ξεχασμένες
σε τόπο μύθο των αίγαγρων–
αλλότριο των προγονικών πατρίδων της
μα τόσο οικείο
Μονάκριβο σαν έμβλημα, που το αναγνωρίζεις
κάτω απ’ το ελαφρύ ανέμισμα
της γκριζοπράσινης κόμης των ελιόδεντρων
Μια γη πανώρια, που άνθιζε
ρίγανη και θυμάρι κι αγκαθωτούς πρίνους
κλέβοντας φως κι αέρα, για να ζήσει
τις εσωτερικές της αντιστάσεις

Σαν χαρούμενη δροσοσταλίδα κυλούσε
προς τα φαράγγια του νότου, τρυπώνοντας
στις μαύρες κόγχες των βλοσυρών οροσειρών
που με την αγριότητά τους
προστατεύουν, αιώνες τώρα
την τρυφερότητα του φυσικού της κάλους
την ομορφιά του ανέγγιχτου

Ω, μα δεν ήθελε
ν’ αποκαλύψει στους ανθρώπους
αυτά τα μυστικά της πρόωρης ματιάς της
Ένα κι αυτή με τη γη, που γέννησε
το ύψιστο αίσθημα της καταγωγής
και της περηφάνιας, μέσα στις σιωπές
και στων χορών της
τις εκστατικές φιγούρες

Θαρρείς και το βλέμμα του θεού
άλλη επαφή δε θέλησε από τούτες
τις γυμνές πατούσες
ν’ αγγίζουν τόσο ανάλαφρα το βράχο
μη και πληγώσουν την τραχιά του όψη
κι αναίτια ομορφιά
λυγίσει την αντίσταση στις εύκολες προσβάσεις

Κατερχόμενη στη δική της θάλασσα
αιώνια μητέρα
που στα σπλάχνα της επιστρέφει κάθε λαβωμένο όνειρο
–κι άνθρωποι, όταν τη φύση τους δεν απαρνιούνται–
σ’ αυτή την ακατανόητη έλξη της υγρής λήθης

Μια θάλασσα που ξέρει
πως να καταπίνει Ατλαντίδες
μα στη γεωγραφία των βυθών της
κυριαρχεί έκθαμβη η σιωπή
Δεν είναι οι ρυτίδες, για το δικό της δέρμα
ούτε σεβασμός ούτε χρόνος
κι ο θυμός των κυμάτων της απειλητικός
έτοιμος να καταστρέψει όλους αυτούς
που παράλογα την κατοικούν και την εμπαίζουν

Σ’ αυτά τα χώματα
που ανέμοι σμίλεψαν την άγρια πέτρα
μ’ αύρα θαλασσινή κι αρμύρα
κι η θλίψη του απρόσιτου τα περιβάλλει
κατέφθασε η νεαρή άπατρις νύμφη
θυσία στους θεούς της φέροντας
λάδι, κρασί και κρίθινη κουλούρα
Συστατικά που αναπλάθουν τη ζωή
χρόνια και χρόνια

Έτσι, αντίκρισε κατάματα
τον ανατέλλοντα ήλιο, τον εθνάρχη
Και τόσο ευφράνθηκε, που
έβγαλε ρίζες βαθιές κι εξαπλώθηκε
με την καρδιά της σε μακαριότητα

Εκείνη η γη
ήταν η Κρήτη

Δημοσίευση στο stixoi.info: 19-08-2007