Μια ζωή χιλιάδες χρόνια Δημιουργός: dimidola σε όλους αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία αλλά μερικές φορές είναι απλώς πολύ αργά Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Μια μέρα κοιτάς πίσω σου και βλέπεις τις υποσχέσεις που έδωσες στον εαυτό σου να σε περιμένουν. Κοιτάς μπροστά σου και βλέπεις ότι το παρελθόν σου σε κρατάει στο παρόν που δεν διάλεξες.
Κοιτάς γύρω σου και βλέπεις τον κόσμο να σε προσπερνάει.
Όλα είναι τόσο γρήγορα που προσπαθείς να προλάβεις τα πάντα.
Ειναι τόσες οι ανάγκες που πρέπει να καλύψεις και τόσο δύσκολο να ξεχωρίσεις ποιες είναι οι δικές σου και ποιες των άλλων που απλώνεις τα χέρια και αφήνεσαι.
Αφήνεις να πάρουν οι άλλοι ό,τι θέλουν από σένα και ελπίζεις να καλυφθούν κάπως έτσι και οι δικές σου ανάγκες.
Μέχρι που κάποιος θα σκύψει για να σου πει ότι δεν αξίζεις την ελεημοσύνη κανενός.
Μέχρι να ανοίξεις τα μάτια και να σταθείς ίσια έχουν περάσει χίλια χρόνια.
Ο κόσμος όλος έχει γίνει συντρίμμια και εσύ είσαι σκιάχτρο του εαυτού σου.
Διψάς για λίγη ικανοποίηση αλλά δεν έχεις πια ανάγκες.
Τις πήρε όλες ο χείμαρρος και τις έκανε φόβους και κατάρες.
Σπας στα δύο, πέφτεις σε μια τρύπα σκοτεινή και χάνεσαι για πάντα, βλέπεις τον ήλιο να δύει και τρέχεις να τον προλάβεις.
Στο εξής όλη σου η ζωή είναι ένας αγώνας δρόμου.
Πρέπει να μείνεις στο ελάχιστο φως που έχει απομείνει για να μη χαθείς κι εσύ.
Περνάνε πάλι χίλια χρόνια κι εσύ ακόμα τρέχεις.
Μέχρι που μια μέρα αφήνεσαι και πέφτεις στο χώμα.
Η ζωή δεν κυλάει πια τόσο γρήγορα, σηκώνεις το κεφάλι και βλέπεις την τελευταία αχτίδα ήλιου να σε λυπάται καθώς σβήνει.
Όμως ξέρεις ότι ο ήλιος δεν έσβησε, απλώς πήγε αλλού να ρίξει το φως του ενώ εσένα ήρθαν να σε φάνε τα σκυλιά.
Αλλά ούτε κι αυτά θα σου κάνουν τη χάρη.
Ενώ εσύ τρέμεις από φόβο, ντροπή, το κρύο και τη μοναξιά αυτά στέκονται δίπλα σου και ουρλιάζουν, λες και τραγουδάνε τη ζωή σου.
Κάπως έτσι ζεις και πεθαίνεις, ξαφνικά και χωρίς λόγο όπως είπαν αυτοί που σε βρήκαν.
Σε κοιτάξαν με απορία και σαστίσαν όταν στο ξερό τους χώμα φύτρωσε μια κλαίουσα.
Προτού σε αφήσουν να ησυχάσεις για πάντα σκοτώνουν τα σκυλιά και βαφτίζουν την κλαίουσα "δέντρο".
Κάποιος σκύβει και σου ψιθυρίζει ότι άργησες να μεγαλώσεις.
Προσπαθείς να ουρλιάξεις αλλά δεν είναι πια κανείς, είναι όλοι στην κηδεία σου.
Κοιτάς τον ουρανό ζητώντας μια δεύτερη ευκαιρία.
Το τελευταίο πράγμα που θυμάσαι είναι πόσο όμορφο ήταν το χρώμα των φύλλων του δέντρου στο φως του ξημερώματος.
Δε θα μάθεις ποτέ ότι οι άνθρωποι ψηφίσαν τον ήλιο παράνομο και στο δέντρο ξύναν τα νύχια τους. Δημοσίευση στο stixoi.info: 01-09-2007 | |