Όπως καταλαβαίνεις είναι βράδυ... 2 Δημιουργός: grifith, Παναγιώτης Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ήταν η τρίτη νύχτα που ταξιδεύαμε, μόλις χθές αφήσαμε το Κάρντιφ πίσω μας και αν όλα πάνε καλά σε δύο ακόμη «μέρες» θα είμαστε στο Λονδίνο. Μόνο ένας αφελής όμως θα υπολόγιζε σε αυτό και θεωρώ πως απόλεσα την ιδιότητα αυτή πολλά χρόνια πριν, σίγουρα πολύ πριν ασχοληθεί μαζί μου η νυν τιμημένη οικογένεια Χέλσινγκ. Είχα φροντίσει να αφήσω ξεκάθαρο μήνυμα στην Ιντέγκρα πως η θάλασσα που χωρίζει την χώρα της από την υπόλοιπη Ευρώπη δεν ήταν πια αρκετή για να την προστατέψει.
«Αγαπητή Ιντέγκρα,
Γνωρίζεις πιστέυω την κληρονομιά που σε βαραίνει, τον τρόπο με τον οποίο
απέκτησες τα τωρινά σου πλούτη και αξιώματα. Παρεπιπτώντως να σε συγχαρώ
για την πρόσφατη αναγώρευση σου σε ιππότη προστάτιδα του στέματος.
Συγχώρεσε μου τον ενικό αλλά εμείς οι δύο γνωριζόμαστε από πολύ παλιά
από τις ιστορίες του παππού σου και του δικού του παππού για τα ανδραγαθήματα
των προγώνων σου. Εφτασε όμως η ώρα να συναντηθούμε οι δυό μας και ίσως
να φτιάξουμε ένα νέο παραμύθι. Ήρθα για να σου θυμίσω την κατάρα των
Χελσινγκ, Ιντέγκρα. Ελπίζω να αξίζεις το όνομά σου»
Φυσικά για να προσδώσω βαρύτητα στα λόγια μου τα έγραψα στον τοίχο της αίθουσας δεξιώσεων με το αίμα των δύο άτυχων ξιφομάχων. Ο τρόπος μετράει πάνω από όλα και θέλω να περηφανεύομαι για το δικό μου.
«Βλάντ πού είμαστε;» Η Ζακλίν ανασηκώθηκε λίγο από το κάθισμα της άμαξας στο οποίο είχε ξαπλώσει και έτριψε τα μάτια της. Το ταξίδι την νύχτα την κούραζε πολύ αλλά θα έπρεπε να το συνηθίσει. «Κοντεύουμε;» Ξαναρώτησε.
«Μην ανυσηχείς Ζακλίν…» σηκώθηκα από το δικό μου κάθισμα και πήγα και κάθισα δίπλα της. Το σώμα της διαγραφόταν στο φεγγαρόφως που έμπαινε από την μισάνοιχτη κουρτίνα και τα χρυσά μαλλιά της φώτιζαν το όλο το μικρό χώρο που η άμαξα προέβλεπε για τους επιβάτες. Δεν χόρταινα να την κοιτάζω και ήξερα πως αυτή η ανάμνηση θα έμενε για πάντα χαραγμένη στην μνήμη μου. Ίσως πολύ περισσότερο από το υπόλοιπο της ζωής της. Νυσταγμένη ακόμα έγυρε πάνω μου και εγώ πέρασα το χέρι μου γύρω από του όμους της. Αν και αυτή η χειρονομία δεν μπορούσε πια να την ζεστάνει έδειξε να ηρέμησε. «… με αυτό το ρυθμό θα χρειαστείς μόλις δύο ακόμη κουραστικές νύχτες στην άμαξα.». Ακούγοντας αυτά τα λόγια αποκοιμήθηκε πάλι μέσα στην αγκαλιά μου. Έβγαλα το χέρι μου από τους όμους της και το πέρασα στα μαλλιά της και χαιδεύοντας τα απαλά συλλογιζόμουν.
Το να είσαι άνθρωπος είναι πολύ… περίπλοκο να το πω. Οι μεγαλύτεροι στρατηλάτες, έχοντας κατακτήσει χώρες ολόκληρες πέθαναν δυστυχισμένοι για την σκέψη μιας γυναίκας. Ενώ αντίθετα οι στρατιώτες τους στην μάχη πέθαναν ευτυχισμένοι για μια κοπέλα πίσω στην πατρίδα και ένα όνειρο.
Η πιο δύσκολη όμως γυναίκα να κατακτήσεις είναι η μοίρα. Χιλιάδες καπρίτσια και στροφές απρόσμενες επιφυλάσει στον καθένα. Μερικοί, απλά την κυνηγούν όπου κι αν πάει, τρέχουν πίσω της περιμένοντας να τους παρουσιαστεί κάποια ευκαιρία. Συχνά καταλήγουν γέροι κι μόνοι σε κάποιο χάνι να διηγούνται ιστορίες για ένα ποτήρι μπύρα. Αυτή η κατηγορία βέβαια απαριθμεί μόνο λίγους τυχοδιώκτες. Υπάρχουν όμως και δύο άλλες. Πάντα σε άμεση αλλήλεπίδραση μεταξύ τους.
Οι πρώτοι είναι όσοι με σιδερένια βούληση και αδιάλειπτη προσπάθεια πιστεύουν ότι μπορούν να δαμάσουν την μοίρα τους και να πραγματοποίησουν τα όνειρα τους, οποία αυταπάτη φυσικά. Οι άλλοι βλέποντας την δυσκολία του εγχειρήματος και μη έχοντας το θάρρος που απαιτούν οι περιστάσεις εγκαταλείπουν κάθε προσπάθεια και κάθε όνειρο και θέτουν εαυτούς στην υπηρεσία των πρώτων. Για μένα αυτοί παύουν να λέγονται άνθρωποι, είναι πλέον ζώα και σαν ζώα όταν σκοτώνονται κανείς δεν νοιάζεται, εκτός ίσως από τα αφεντικά τους που ψάχνουν τρόπο να τα αναπληρώσουν.
Η Ζακλίν αναδιπλώθηκε λίγο γιατί σκεφτόμενος αυτά έβαζα ανεπαίσθητα περισσότερη δύναμη και αυτό την ενοχλούσε. Βλέποντας ότι διατάρασα τον ύπνο της ηρέμησα ξανά για να τελειώσω τον συλλογισμό μου. Μόνο έναν… έναν σε 500 χρόνια ζωής έχω δει να διαφεύγει τον κανόνα και το παραμύθι αυτό που λέγεται ζωή μας έφερε αντιμέτωπους. Για να δούμε Ιντέγκρα, έχεις λίγο, έστω λίγο από το αίμα των προγώνων σου;
Πέρασαν περίπου 3 ώρες από τότε που η Ζακλίν αποκοιμήθηκε όταν ένιωσα το πρώτο «τσίμπημα» στο αλάθητο ένστικτό μου.
Είσαι άνθρωπος της πράξης Ιντέγκρα δεν έχασες ούτε λεπτό. Μου αρέσει αυτό. Έδωσα μια νοητική εντολή στα άλογα της άμαξας να μας οδηγήσουν βαθύτερα στο δάσος, που περνούσαμε περιφερειακά και όταν φτάσαμε στο κατάληλο μέρος τα πρόσταξα να σταματήσουν.
Μας ακολουθεί ακόμα, περίεργο, σκέφτεται πραγματικά να επιτεθεί; Θα μάθουμε σύντομα. Σηκώθηκα απαλά από την θέση μου χωρίς να ενοχλήσω την Ζακλίν που κοιμόταν βαθιά, πήρα το παλτό μου και βγήκα έξω. Στάθηκα μια στιγμή να θαυμάσω το τοπίο. Είμασταν σχεδόν στην καρδιά του δάσους όπου το πυκνό φύλλωμα των δέντρων άφηνε ελάχιστο από το φως του φεγγαριού να φτάνει στο έδαφος. Ήταν σχεδόν σαν νύχτα χωρίς φεγγάρι αν εξαιρούσες μια ασημένια απόχρωση που έπαιζε με τα φύλλα εδώ κι εκεί.
Έπειτα πήγα και κάθισα στην θέση του αμαξά έπιασα τα μαλλιά μου πίσω και περίμενα. Ο τριποδισμός του αλόγου του δεν άργησε να ακουστεί. Κάποιος μας πλησίαζε από πίσω. Κρίνοντας από τους άλλους που με έχουν καταδιώξει κατά καιρούς ήταν ικανότατος ανιχνευτής και έπαιρνε κάθε δυνατή προφύλαξη. Αν στην θέση μου βρισκόταν οποιοσδήποτε άλλος θα ορκιζόταν ότι δεν υπαρχει ψυχή σε ακτίνα χιλιομέτρου από την άμαξα. Και όμως μόλις λίγα μέτρα πίσω μου κάποιος μας πλησίαζε. Έκλεισα τα μάτια και άφησα τις υπόλοιπες αισθήσεις μου να με ειδοποιούν για των παρείσακτο.
Άκουσα τον ανεπαίσθητο ήχο που κάνει το μέταλλο πάνω στο δέρμα, έβγαζε το στιλέτο του, έπειτα σήκωσε το χέρι σημάδεψε και πέταξε το στιλέτο. Αυτό στριφογύρισε στον αέρα με τόση σιγουριά για τον στόχο του λες και δεν είχε λαθέψει ποτέ και όπως τόσες φορές παλιότερα βρήκε τέλεια στόχο. Με πέτυχε στην πλάτη και έγυρα προς τα μπροστά αφήνοντας να μου ξεφύγει ένας μικρός μορφασμός πόνου. Ό απρόσκλητος επισκέπτης περίμενε να βεβαιωθεί ότι πέθανα και έμειτα προχώρησε προς την άμαξα.
Ο πόνος ήταν αφόρητος, ποιός μα τον θεό σας έμαθε για τα αγιασμένα στιλέτα, κρατιόμουν με δυσκολία να μην φωνάξω αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ και να του τραβήξω την προσοχή. Ωραία φίλε μου. Σκότωσες αθόρυβα τον αμαξά και μάλιστα με ευκολία, τι έχεις ετοιμασμένο για το «τέρας» κάποιο ξύλινο παλούκι; Αυτός περπατούσε σιγά σιγά προς την άμαξα. Έλα λίγα βήματα ακόμα και όλα αυτά θα τελειώσουν.
Μετά από 2 βήματα που μου φάνηκαν αιώνες ήταν επιτέλους έτοιμος να ανοίξει την πόρτα. Τότε τινάχτηκα προς τα πίσω και με μια εναέρια ανακυβίστηση έβγαλα το μαχαίρι από την πλάτη μου και βρέθηκα πίσω του με το ένα μου χέρι να του φράζει το στόμα και το άλλο να του ακουμπάει το μαχαίρι στο λαιμό.
«Αν κουνήσεις έστω και ένα δάχτυλο είσαι νεκρός» είπα σκύβοντας στο αυτί του και μιλώντας με μια φωνή που του έκανε την τρίχα να σηκώνεται «θα κάνουμε μια συμφωνία, εσύ θα μου πείς ποιος σε έστειλε και εγώ δεν θα σε σκοτώσω… βασανιστηκά». Έλπιζα πως μέσα στον πανικό του θα μου αποκάλυπτε κάποια πράγματα για την τοποθεσία της οργάνωσης Χέλσινγκ. Αντί γι αυτό όμως έλαβα ως απάντηση ένα πνιχτό αλλά εγκάρδιο γέλιο από τον αιχμάλωτό μου. «Νομίζεις πως με τρομάζεις τέρας, εκπαιδεύομαι μια ζωή για να σκοτώνω το είδος σου και να αντιστέκομαι στα βρωμερά σας τεχνάσματα. Μπορεί εγώ να απέτυχα αλλά τα άλλα μέλη της οργάνωσης θα εκδικηθούν τον θάνατό μου. Εσύ όμως, δεν έχεις συμμάχους, δεν έχεις φίλους, δεν αισθάνεσαι αγάπη. Μόνο δούλους έχεις. Δεν καταλαβαίνεις την ένοια της αφοσίωσης, νοιάζεσαι μόνο για τον εαυτό σου. Γι αυτό και ηττήθηκες στο παρελθόν όπως θα ηττηθείς και τώρα.» Πάλευε να μου ξεφύγει όλη αυτή την ώρα καθώς τον τραβούσα μακριά από την άμαξα και πιο βαθιά στο δάσος.
Κρίμα σκέφτηκα, δεν θα μάθουμε τίποτα από αυτόν, παρόλα αυτά τα λόγια του με έιχαν πειράξει. Και το έχω ξαναπεί το στυλ μετράει. Πλησιάζοντας λοιπόν τόσο ώστε η ανάσα μου να παγώνει το λαιμό του ξεκίνησα «Με αποκαλείς τέρας αλλά αν εγώ είμαι τέρας εσύ τι είσαι; Είσαι άνθρωπος; Πότε ήταν η τελευταία φορά που έκανες κάτι από δική σου θέληση και όχι από διαταγές…» περίμενα λίγα δευτερόλεπτα, δεν απάντησε «το φαντάστηκα, διατείνεσαι ότι είσαι ικανός εξολοθρευτής, που φυσικά δεν πλησιάζεις καν σε αυτή την ιδιότητα. Το μόνο που κάνεις είναι περίτεχνα κολπάκια για να σε βλέπει η αφέντρα σου και να διασκεδάζει, ίσως της φέρνεις και κανένα κεφάλι επικυρυγμένου που και που» χειροκρότησα ελαφρά χωρίς να πάρω το μαχαίρι από τον λαιμό του. «Έχω δει σκύλους να κάνουν κόλπα και να φέρνουν νεκρές πάπιες στους ιδιοκτήτες τους. Αυτό είσαι λοιπόν; Σκύλος; Γιατί άνθρωπος δεν είσαι και δεν σου αξίζει να πεθάνεις σαν άνθρωπος, αλλά σαν ζώο στο σφαγείο» και πίεσα το μαχαίρι στον λαιμό του μέχρι που μάτωσε λίγο. «Εκτός φυσικά αν θες να γίνεις δικός μου δούλος;» είπα και γύμνωσα τα δόντια μου χωρίς φυσικά να έχω πρόθεση να τον δαγκώσω, δεν είχα την πολυτέλεια να κουβαλάω έναν άχρηστο νεκροζώντανο μαζί μου. Εκείνη την στιγμή ένιωσα για πρώτη φορά την καρδιά του να χτυπά πιο γρηγορα και ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα του λογιδρίου μου τον ελευθέρωσα από την μιζέρια του γρήγορα και ανώδυνα.
Πριν επιστρέψω στην άμαξα κοίταξα για λίγο τα ρούχα του επίδοξου «εξολοθρευτή» και συνειδητοποίησα ότι φορούσε ένα μόνο ολόσωμο χιτώνιο από απλό ύφασμα, τελείως ανάρμοστο για κυνηγό βρικολάκων. Δίχως άλλο ήταν μοναχός. Ώστε χρησιμοποιείς κληρικούς; Έτσι «Σερ» Ιντέγρα; Δεν είσαι η πρώτη όμως μην ανησυχείς. Δεν υπάρχει καμία στρατηγική που να μην έχω δει άραγε;
Φρόντησα φυσικά να μην υπάρχουν ίχνη της «συνάντησης» αυτής πάνω μου δεν ήθελα να ταράξω την Ζακλίν, η πληγή στην πλάτη δεν φαινόταν και θα έκλεινε πολύ σύντομα οπότε ήμουνα έτοιμος να γυρίσω στην άμαξα.
Είχα χαλαρώσει κάπως όταν το αφτί μου έπιασε τον ήχο από γυμνά πόδια να πατούν στο γρασίδι του δάσοους. Ο ήχος ερχόταν από την μεριά της άμαξας και πρόχειρα υπολόγισα ότι ήταν περίπου άλλοι τέσσερις αυτοί που μέσα στην άγνοιά τους θα γεύονταν μία συνάντηση με τον ίδιο τον κόμη των Καρπαθίων. Ήταν λάθος μου να αφήσω την άμαξα αφύλαχτη, αν αντιμετώπιζα ικανότερους διώκτες ίσως αυτό να μου στοίχιζε πολλά. Στην προκειμένη περίπτωση όμως απλά θα έκανε τα πράγματα πιο ενδιαφέροντα.
Ίσως σας φανεί παράξενο αλλά αντλώ μια άγρια ευχαρίστηση από τις μάχες και αν και αυτή μπροστά μου δεν ήταν καν άξια λόγου, παντα μου άρεσε να κάνω φαντασμαγωρικές εισόδους. Έφτασα στην τοποθεσία της άμαξας την στιγμή που ένας μοναχός πήγαινε να ανοίξει την πόρτα της. Έπρεπε να δείτε τα πρόσωπα των υπόλοιπων τριών όταν έπεσε αιμόφυρτος στο έδαφος πεθαίνοντας σχεδον ακαριαία και μετά από λίγα δευτερόλεπτα εμφανίστηκα εγώ από πάνω του, ισοροπώντας το ματωμένο στιλέτο στο ένα μου δάχτυλο από την μεριά την μύτης. Κοίταξα τον καθένα τους μέσα από αυτό και με φωνή που ακουγόταν από παντού στο δάσος, ήταν πολύ αργά για να είμαι διακριτικός, τους προέτρεψα να δώσουν ότι καλύτερο έχουν «Τώρα βλέπετε ποιόν έχετε μπροστά σας, ήδη σκότωσα δύο από σας χωρίς να μπορέσουν να αντιδράσουν, θέλετε κι εσείς την ίδια μοίρα, σας δίνω την ευκαιρία να επιτεθείτε πρώτοι.»
Ο εξ αριστερών μου, έβγαλε ένα στιλέτο όμοιο με το δικό μου, ο μεσαίος κρατώντας ένα σταυρό άρχισε να ψέλνει και ο τρίτος τράβηξε ένα σπαθί από την ζώνη του και όρμησε να με διαπεράσει. Ο πιο επικίνδυνος ήταν ο μεσαίος, αν τον αφήσεις να ολοκληρώσει τους ψαλμούς του μπορεί να σε καθηλώσει στο έδαφος. Φυσικά αυτό δεν επρόκειτο να συμβεί. Πρώτος επιτέθηκε αυτός με το σπαθί και σχεδόν ταυτόχρονα ο αριστερός εκτόξευσε το στιλετο του. Εγώ πέταξα το δικό μου στον μεσαίο σταματώντας ακαριαία την παράφωνία του και με το άλλο χέρι έπιασα το επερχόμενο στιλέτο στον αέρα. Επιστρέφοντας το στον κάτοχο του, με πολλή μεγαλύτερη ταχύτητα φυσικά, βρέθηκα αντιμέτωπος με τον τρίτο. Αυτός σαστισμένος με τα γεγονότα σταμάτησε να τρέχει κατά πάνω μου και υιοθέτησε μια αμυντική στάση.
«Θα επιτεθείς λοιπόν ή θα με κοιτάς» του είπα σε περιγελαστικό τόνο «έχεις όπλο ενώ εγώ όχι, γιατί λοιπόν φοβάσαι; Φοβάσαι έναν άοπλο;» Είπα χαλαρώνοντας λίγο το σώμα μου. Τα μάτια του στένεψαν λίγο και με μια γρήγορη κίνηση σήκωσε και κατέβασε το σπαθί του να με χτυπήσει. Τότε εγώ τινάζοντας το χέρι μου μπροστά έπιασα την λεπίδα του στην χούφτα μου. Φυσικά ήταν και αυτή αγιασμένη και η επαφή με το δέρμα μου προκαλούσε αφόρητο πόνο για να μην αναφέρω το κόψιμο στην παλάμη μου. Αλλά δεν άφησα να φανεί τίποτα από αυτά και γελώντας του είπα «Ποιό είναι το σχέδιό σου τώρα; Θα προσευχηθείς μήπως; Αυτό ήταν όλο;». Με αυτά τα λόγια τον κοίταξα στα μάτια και για ένα λεπτό λουσμένοι από το φεγγαρόφωτο στεκόμασταν αντικριστά με την λεπίδα του στο χέρι μου.
Ύστερα η ατσαλένια του αφοσίωση λύγισε και έτρεξε να φύγει. Αποφάσισα να μην τον κυνηγήσω γιατί άλλωστε κάποιος θα έπρεπε να επιβεβαιώσει ότι το μήνυμα στην έπαυλη δεν ήταν φάρσα αλλά η πικρή αλήθεια ωστέ να αρχίσει από τώρα να προετοιμάζεται η κληρονόμος των Χέλσινγκ. Θέλω να σπάσω προσωπικά κάθε γραμμή άμυνας της να νικήσω κάθε υπηρέτη της και στο τέλος όταν θα έχει μείνει μόνη της… να της διηγηθώ το τέλος του «παραμυθιού». Η προσδοκία της εκδίκησης με κρατούσε ζωντανό τόσα χρόνια. Όσο σκεφτόμουν αυτά έσφιγγα το χέρι μου με αποτέλεσμα να τρέχει όλο και περισσότερο αίμα μέσα από την χούφτα μου. Όταν τελείωσα τις σκέψεις μου άφησα κάτω το σπαθί και γύρισα προς την άμαξα.
Σας έχω μιλήσει για την ειρωνεία της στιγμής. Ξέρετε την στιγμή που νομίζετε ότι είστε νικητές ότι τίποτα δεν μπορεί να σας σταματήσει. Τότε ακριβώς, σαν θεική παρέμβαση για να αποκατασταθεί η ισοροπία, συμβαίνει το απρόσμενο που σας θυμίζει ότι είστε δέσμιοι τελικά. Όπως όταν στο αποκορύφωμα της παράστασης μια πετονιά από την μαριονέτα σπάει. Τέτοιες στιγμές ούτε εγώ ούτε κανείς δεν μπορώ να τις ελέγξει.
Γυρίζοντας λοιπόν προς την άμαξα βλέπω την Ζακλίν στην πόρτα να κοιτάει αποσβωλωμένη το θέαμα. Δύο αιμόφυρτοι άνδρες στο χώμα και το χέρι μου να ποτίζει με αίμα τα ρούχα μου. Ήταν πάρα πολύ να απαιτήσω από αυτή να καταλάβει. Γύρισε με μιας προς τα μέσα και ζάρωσε στην γωνία του καθίσματος. Οι λυγμοί και τα αναφιλητά της με πονούσαν σαν χτυπήματα από χιλιάδες αγιασμένα μαχαίρια και το χειρότερο ήταν ότι ήταν δικό μου το φταίξιμο. Δεν έπρεπε να την έχω εκθέσει σε τέτοιο κίνδυνο. Δεν ήταν έτοιμη ακόμα. Δεν μπορούσε να είναι έτοιμη.
Ακουμπισμένος στο εξωτερικό μέρος της άμαξας σκεφτόμουν και γινομουν έξαλλος με τον εαυτό μου, όταν μου ήρθαν ξανά τα λόγια του μοναχού στο μυαλό «Εσύ όμως, δεν έχεις συμμάχους, δεν έχεις φίλους, δεν αισθάνεσαι αγάπη. Μόνο δούλους έχεις. Δεν καταλαβαίνεις την ένοια της αφοσίωσης, νοιάζεσαι μόνο για τον εαυτό σου. Γι αυτό και ηττήθηκες στο παρελθόν όπως θα ηττηθείς και τώρα.». Με τα λόγια αυτά να στροβιλίζουν στο μυαλό μου άκουσα την Ζακλίν που σταμάτησε να κλαίει. Μπήκα αργά στην άμαξα και κάθισα απέναντί της. Τα μάτια μας συναντήθηκαν για μια στιγμή και ύστερα απέστρεψα τα δικά μου. Την είχα υποβάλλει σε απίστευτο πόνο και είμασταν μαζί μόνο για λίγες μέρες. Προφανώς δεν έτρεχε να φύγει απλά και μόνο από φόβο. Ένιωθα την καρδιά της να χτυπά όλο και πιο δυνατά όλο και πιο γρήγορα. Είχε ζαρώσει πάλι στην γωνία και με κοίταγε τρομαγμένα.
«Ζακλίν με θεωρείς απαίσιο άνθρωπο;»
Δημοσίευση στο stixoi.info: 02-09-2007 | |