Βενετσιάνα Δημιουργός: diafana krina Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Είπε να ξεσκονίσει το τρυπημένο του σακάκι
μα εκάθησε στην άκρη του δρομάκου μες το χιόνι
κάποιος τον εκορόιδεψε απ το παλιό πλακόστρωτο σοκάκι
κι εσκέφθηκε:"τίποτα δεν μου μένει πια παρά η σκόνη".
Παρ'όλα αυτά περπάτησε για χρόνια μες στουσ δρόμους
μια ιδέα τόσο όμορφη στοίχειωνε το μυαλό του,
μα η δυστυχία τον πλάκωνε,κατάπιε πολλούς πόνους
και ξεψυχούσε αργά-αργά τ'όμορφο όνειρό του.
Νύχτες πολλές χαθήκανε μέσα στη μοναξιά
κι αναρωτιόταν ποιο το νόημα της άχαρης ζωής του
τα βράδια τόσο μελάγχολα του ράγιζαν την καρδιά
κι έψαχνε την ελπίδα του στα βάθια της ψυχής του.
Η ελπίδα τούτη έμοιαζε μια άυλη οπτασία
κάποιες γυναίκες μακρινές που χάνονταν στο βάθος
κι εκείνος πάντα ένιωθε τεράστια δειλία
τον εαυτό του έβριζε που του 'λειπε το πάθος.
Κάποιες βραδιές τον βρήκανε να κλαίει στην Αγγλία
που ανίκανος αισθάνθηκε να ερωτευθεί κι αυτός
και πήγε στην πιο όμορφη πόλη τη Βενετία
εκεί να βρεί το θάνατο, μονάχος σαν λεπρός.
Μα η Βενετία πόλη χρυσή και ομορφιές γεμάτη
εκεί που αυτός χανότανε σ' έναν αργό πνιγμό
μια μοιραία ύπαρξη του έκλεισε το μάτι
και τον οδήγησε στου αληθινού έρωτα το χορό.
Γλυκιά ήταν τα χείλη της κι Αγάπη όλα μηνούσαν
συναίσθημα που δεν γνώριζε το άθλιο κορμί
πουλιά πετούσαν γύρω τους λουλούδια παντού ανθούσαν
κι ένιωθε σα να έπινε το πιο γλυκό κρασί.
Απ' τη μοναξιά του τόσο πιο με μιας είχε γλιτώσει
και τα όμορφα τα μάτια της φωτιά παντού σκορπούσαν
της αγκαλιάς της της ζεστής αποζητά τη νιόση
σαν τα λευκά της δάκτυλα τριγύρω του πετούσαν.
Κι έτσι ενώ εξέχναγα το χάδι απ' τη μάνα
ένας παράδεισος τρελλός απλώθηκε μπροστά μου,
την κόρη την μονάκριβη τη λέγαν Βενετσιάνα
που απο το σκότος έβγαλε τη θλιβερή καρδιά μου... Δημοσίευση στο stixoi.info: 22-11-2004 |