Η Πλαγιά Της Θλίψης

Δημιουργός: genikos, Σίσυφος Γενικός

"Ποιός καίγεται απόψε και μύρισε η πόλη αγάπη;" Γ.Α.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Στην πλαγιά της θλίψης με θυμάμαι να κυλώ
κλεισμένος μέσα στο περήφανο εγώ μου,
να πονώ μα να κρατιέμαι και να μη μιλώ
κι αυτός ο πόνος να μουδιάζει το μυαλό μου.

Αγνοώ πως είχ' αρχίσει να κατρακυλώ
και οι φωνές πως ήλπιζα να με βοηθήσουν,
όμως φαίνεται πως με το να παραληρώ
συγκίνησα τους γύρω να με σταματήσουν.

Ύστερα παρέμεινα για αρκετό καιρό
μες στο βαρέλι μου βουβός, εγκλωβισμένος,
να το σπάσει κάποιος φίλος μου να καρτερώ
νομίζοντας πως ήταν υποχρεωμένος.

Μα οι φίλοι άφαντοι και με καιρό ξηρό
ματαίως πρόσμενα βροχή να με λυτρώσει,
το βαρέλι μου γινόταν όλο πιο σκληρό
και ήταν πια αδύνατο να μαλακώσει.

Ώσπου πια απελπισμένος στην αναμονή
και νιώθοντας ότι θα πάθω ασφυξία,
άρχισα τον πάτο να κλωτσώ μ' επιμονή
να φύγω απ΄την άρρωστη ισορροπία.

Μα το αποτέλεσμα της αναταραχής
ν' αρχίσω ήταν να κυλώ στην κατηφόρα
κι αποσβολωμένος, δίχως ίχνος ιαχής
να καρτερώ μιας λύσης τελικής την ώρα.

Στην πλαγιά της θλίψης με θυμάμαι να κυλώ
κλεισμένος μέσα στο περήφανο εγώ μου,
να πονώ μα να κρατιέμαι και να μη μιλώ
κι αυτός ο πόνος να μουδιάζει το μυαλό μου.

Αν και φάνταζε το τέλος να 'ναι τραγικό
καθώς ανέπτυσσα ταχύτητα μεγάλη
μ' έπιασε, αντί για κλάμα, γέλιο νευρικό
σαν ν' απολάμβανα της πτώσης μου τη ζάλη.

Έσπασα· τι θρήνος. Έσπασε· τι λυτρωμός.
Και είδα: κορυφή και πάτος ήταν ένα.
Γέννησα. Γεννήθηκα κι απόμεινα μωρός·
μα τι παράξενη που 'ταν αυτή η γέννα.

Άφησα στην κορυφή μου την προσωπική
την περηφάνια μου να στέκει σαν μνημείο,
άρχισα τον κύκλο ν' ανεβαίνω απ΄την αρχή
και ζω για να γυρνώ σε τούτο το σημείο.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 04-10-2007