ο γονδολιέρης-ε-

Δημιουργός: marakos1948, Μάριος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Εκείνος ο γονδολιέρης που ήλθε να τον παραλάβει στίς δέστρες έξω απ το παλάτσο, ήτανε εντελώς αμίλητος κάτω απ την κουκούλα του.Ακόμα και όταν κατέβηκε τα υγρά σκαλιά πούγλυφε η αλμύρα της θάλασσας,ούτε κάν έσπευσε να τον βοηθήσει να μεταφέρουν μαζί το βαρύ σεντούκι πούσερνε μαζί του.Ειχε όλη την περιουσία του εκεί μέσα καθώς και ένα γεμάτο πουγγί δεμένο στη μέση του.Ητανε ένα ανθρωπάκι σαν όλα τ άλλα που αργοσέρνουν το θλιβερό τους "εγώ" σε τούτο τον πλανήτη.Η νύχτα ήτανε γαλήνια και μ ένα φεγγάρι πελώριο που λές και είχε βαλθεί να καταπιεί ολάκερη την πόλη των νερών. Αρχισε να σιγουτραγουδάει προσπαθώντας να παρασύρει τον γονδολιέρη στον ρυθμό του.Ομως εκείνος με γυρισμένη την πλάτη και με μια πελώρια μπέρτα να σιγανεμίζει ξοπίσω του,συνέχισε αδιάφορα να κωπηλατεί,χωρίς να του δίνει την παραμικρή σημασία.
"Μήπως είναι κουφός" αναλογίσθηκε,χτυπώντας το ξύλινο κάθισμα με το μπαστούνι του για να δει τις αντιδράσεις του.Του κάκου εκείνος ούτε καν ενοχλήθηκε,λές και δεν ήτανε μαζί του.Κάποια στιγμή προσεγγίζοντας ένα μικρό νησάκι,άρχισε να γελά δυνατά.Ενα γέλιο που αντήχησε φρικτά σ εκείνα τα γκρίζα νερά,που είχανε ξεβράσει εκατοντάδες σεντούκια ταξιδιωτών στις ακτές του.Αρχισε και εκείνος τότε να γελά σιγοντάροντας τα χαχανητά του παράξενου οδηγού του.Τότε εκείνος σταμάτησε ξαφνικά το γέλιο και για πρώτη φορά αντίκρισε το πρόσωπο του ,καθώς γύρισε απότομα προς το μέρος του."Εσύ γιατί γελάς ,για πές μου να καταλάβω" είπε κοιτώντας τον στα μάτια.Ενοιωσε την φρίκη να τον πλημμυρίζει όταν διέκρινε σκοτεινές κόγχες στη θέση τους."πές μου γιατί γελάς ανθρωπάκο"?.Δεν μπορούσε ούτε καν να κινηθεί,είχε στην κυριολεξία μαρμαρώσει στη θέση του."εγω ξέρεις όμως γιατί γελώ,ξέρεις μωρέ?".Μόλις που πρόλαβε να ψελλίσει ένα "γιατί" χαμηλώνοντας το βλέμμα στο πάτωμα της γόνδολας,για να μην ξαναντικρύσει εκείνο το φρικτό πρόσωπο.Τότε ο άλλος αφήνωντας το μεγάλο κουπί με μια δρασκελιά βρέθηκε δίπλα του,σχεδόν στριμώχνοντας τον στο μεγάλο κάθισμα.Κατόπιν με λύσσα,έσπρωξε το σεντούκι του στη θάλασσα βγάζοντας ένα απόκοσμο ήχο αγριμιού."γελώ με όλους εσάς ασήμαντα ανθρωπάκια,που κουβαλάτε τα υπάρχοντα σας ακόμα και στο τελευταίο σας ταξίδι".

Marakos

Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-10-2007