Cuento rústico

Δημιουργός: ftx, Ευτύχης Χαιρετάκης

Σήμερα κερνάω σανγκρία, περάστε!

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μιαν αλεπού κυνήγι με το τζομπανόσκυλο,
πάνω στους κόκκινους τους λόφους του Κιχότε,
θαρρείς πως τίποτα δεν άλλαξε από τότε,
που αλλοπαρμένος όρμηξε στον ανεμόμυλο.

Πόσες φορές κόπηκε με το ζερβοδρέπανο,
μέρες ζεστές του θεριστή και του αλωνάρη,
να βγει τ' αλεύρι, το ψωμί, και το ζυμάρι,
άγιο παιδί, θαρρείς φορούσε φωτοστέφανο.

Κουτσή φοράδα καβαλούσανε ξεσέλωτη,
με τον παππού του, με τα ροζιασμένα χέρια,
κι ακολουθούσε μες στα κρύα και μες στ' αγέρια,
να του μιλάει για κάποια θάλασσαν ατέλειωτη.

Για πειρατές και για κουρσάρους στην Αμέρικα,
για τους ιππότες του καιρού της ρεκονκίστα,
να τον ακούει ως όπου να τον πιάσει η νύστα,
και κοιμηθεί στα δυό τα χέρια του τα γέρικα.

Στην αγριελιά τον ακουμπάει την αιωνόβια,
που 'χουνε πει, όποιος στη ρίζα της καθήσει,
με ιστορίες μες στην ψυχή του θα μιλήσει,
για την Αλάμπρα, τη Σεβίγια, τη Σεγκόβια.

Κλέβει πινέλο, παριστάνει τον Δομήνικο,
και πορφυρός ο ουρανός βάφεται, σκούρος,
κλέβει κιθάρα να το παίξει τροβαδούρος,
και παληκάρι με μαχαίρι σαρακήνικο.

Με τι καημό τον ονειρεύεται τον πόλεμο,
τις καραβέλες, τα κανόνια, τα μουράλια,
τους θησαυρούς με τα φλουριά και τα ρεάλια,
και το φαρί το αραβικό, το καθαρόαιμο.

Βλέπει στον ύπνο του φαντάσματα και σκιάζεται,
είδε μαχαίρι κι από τ' όνειρο πετιέται,
πιάνει το χέρι του παππού του και κρατιέται,
μικρό παιδί, να μεγαλώσει πόσο βιάζεται.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 30-11-2004