Ο Μαστουράκος πέθανε, ο Μαστουράκος πάει

Δημιουργός: MASTER

Στο Κολωνάκι είναι ένας σκύλος, ο Βαγγέλης, μου λέει "βυθίζεσαι στον βίο που λες πως θέλεις" και με κοιτάζει όπως κοιτούσες κάποτε εσύ.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Καταραμένο να ‘ναι το ανθρώπινο μυαλό…Κάνει συνειρμούς που σε φέρνουν στα όρια της παράνοιας ή της απόγνωσης. Άλλες φορές, βέβαια, οι συνειρμοί αυτοί είναι πιο ευχάριστοι. Το μυαλό, λοιπόν, χωρίζεται σε τρία μέρη: το συνειδητό, το υποσυνείδητο και το ασυνείδητο. Το πρώτο είναι αυτό που συμβαίνει να έχουμε όλοι μας, άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο. Ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε και ενεργούμε. Το δεύτερο είναι αυτό που υπάρχει κάτω από το μυαλό και ορισμένες φορές υποδαυλίζει τις αποφάσεις του συνειδητού. Λένε, ακόμη, πως για το όνειρα, που δεν έχουν σχέση με διεργασίες της λογικής του συνειδητού, ευθύνεται το υποσυνείδητο. Όμως, για το τρίτο μέρος του ανθρώπινου μυαλού, ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά. Συγκεκριμένα κανείς δε γνωρίζει τις λειτουργίες του και με ποιον τρόπο επιδρούν αυτές στην ανθρώπινη λογική. Τα σκυλιά από την άλλη, που δεν έχουν μυαλό, στηρίζονται αποκλειστικά στο ένστικτο. Ίσως να είναι κάτι τέτοιο το ασυνείδητο. Πάντως, δεν έχουμε καταλάβει ακριβώς τι είναι. Κατά τον ίδιο τρόπο, λοιπόν, κι εγώ δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν μπορώ να ευχαριστηθώ τα καλοκαίρια μου στη Χαλκιδική από τότε που πέθανε ο Μαστουράκος.
Όχι, μην ανησυχείτε, δεν ήταν κάποιος φίλος μου που πέθανε από ναρκωτικά. Ο Μαστουράκος ήταν ένας σκύλος…Ναι ένας σκύλος! Αλλά όχι απλός σκύλος. Είχε τη δική του στάση ζωής, τη δική του προσωπικότητα και τη δική του ξεχωριστή μοίρα που του επιφύλασσε η θεά τύχη. Για μήνες ολόκληρους δεν ήθελα να γράψω την ιστορία του, γιατί πίστευα ότι μπορούσα να ξορκίσω τη δύναμη που ασκεί μέσα μου η περίεργη τύχη του Μαστουράκου. Αλλά το πήρα απόφαση ότι κάτι τέτοιο πια είναι αδύνατο. Οπότε διαβάστε τι συνέβη στο σκύλο αυτό.
Ο Μαστουράκος (θα σας εξηγήσω σε λίγο γιατί τον φωνάζαμε έτσι) είχε διαλέξει για σπίτι του μια αλάνα με χοντρή άμμο σε ένα χωριό της Χαλκιδικής, στο οποίο παρκάραμε τα αυτοκίνητά μας οι Θεσσαλονικείς που πηγαίναμε τα καλοκαίρια για να παραθερίσουμε στο εξοχικό μας. Κάπου ανάμεσα, λοιπόν, σε λαμαρίνες και σε πλαστικούς κάδους σκουπιδιών έστεκε ο Μαστουράκος, αδιάφορος για ό,τι συνέβαινε γύρω του, σχεδόν αρχοντικός και αγέρωχος, αν και μπάσταρδος, καφετής και με μια μεγάλη γλώσσα που μονίμως κρεμόταν έξω από το στόμα του. Παρατηρούσε τους περαστικούς με ένα βλέμμα μπλαζέ. Οι μόνοι περαστικοί για τους οποίους ενδιαφερόταν λίγο περισσότερο ήταν όσοι του πήγαιναν φαγητό και νερό, γιατί ο Μαστουράκος δεν κουνιόταν από τη θέση του για κανέναν απολύτως λόγο. Ούτε για να φάει, ούτε για να πιει νερό, ούτε καν για να βρει κάποια σκυλίτσα να ξεχαρμανιάσει. Όπως καταλαβαίνετε, από αυτές τις συνήθειές του, δεν άργησε να πάρει το όνομα που τον συνόδευε μέχρι το θάνατό του, γιατί έμοιαζε πάντα τόσο νωθρός, τόσο νεκροζώντανος, σα μαστουρωμένο αλάνι της πλατείας Ναβαρίνου. Μόνο εγώ έχω την εντύπωση ότι καταλάβαινα πως ό,τι έκανε δεν το έκανε γιατί βαριόταν, αλλά επειδή είχε τη δική του στάση για τη ζωή και για όσα έβλεπε να συμβαίνουν γύρω του. Λίγο τον ενδιέφερε που εμείς οι τρελοί τρέχαμε ακόμα και στις διακοπές μας, λίγο τον ενδιέφερε που χτίζαμε κάθε χρόνο όλο και περισσότερο τη γη που αγαπούσε. Αυτός ήταν σίγουρος πως τη γωνιά του, εκεί ανάμεσα στα σκουπίδια και στα αυτοκίνητα, δε θα την άγγιζε κανείς εργολάβος. Κανείς δε θα τολμούσε να αντισταθεί στην αρχοντιά του. Δε θα χρειαζόταν καν να την υπερασπιστεί. Μόνο η παρουσία του αρκούσε για να σεβαστούν όλοι το σπίτι του.
Έβλεπα το Μαστουράκο κάθε φορά που πήγαινα για μπάνιο στη θάλασσα τα απογεύματα. Στο μέρος που ήταν ξαπλωμένος η άμμος είχε βουλιάξει, ο ίδιος ο σκύλος με τη μόνιμη παρουσία του στο ίδιο σημείο είχε δημιουργήσει το βαθούλωμα αυτό. Ανήκε σε όλους μας και σε κανέναν. Τον ταΐζαμε όλοι και δεν τον τάιζε κανείς. Αλλά ήταν ανεξάρτητος. Ξέρω ότι μας είχε γραμμένους όλους εκεί που δεν πιάνει μελάνη. Δεν ήταν ο κλασικός σκύλος που έγλειφε τα χέρια όσων τον τάιζαν. Ζούσε συμφιλιωμένος με τον εαυτό του και τα πιστεύω του. Νομίζω ότι κάθε φορά που περνούσα, μου έκλεινε το μάτι, σα συνωμότης σε ένα περίεργο παράνομο παιχνίδι, σα να ήξερε κι αυτός ότι ήμουν ο μόνος που τον καταλάβαινα. Γιατί ο Μαστουράκος ήταν η προσωποποίηση του καλοκαιριού. Όταν έβλεπα το Μαστουράκο, συνειρμικά μου έρχονταν στο μυαλό οι χαλαρές και όμορφες στιγμές των καλοκαιριών μου, το δικαίωμα στην τεμπελιά και την αδιαφορία…ο σκύλος αυτός ήταν στην ουσία ένα σύμβολο κι ας μην το ήξερε κανείς! Φτάνει που το ξέραμε αυτός κι εγώ. Και κλείνοντας το μάτι σ’ εμένα, έχω την εντύπωση ότι το έκλεινε και σε όλους τους παρανοϊκούς του κόσμου αυτού που πηγαινοέρχονταν χωρίς να ξέρουν τι τρέχουν να προλάβουν και χωρίς να ξέρουν πως το καλό το λεωφορείο το έχουν ήδη χάσει. Δεν ξέρω πόσο τρελό με θεωρείτε ή πόσο χλευάζετε εσείς οι ίδιοι το μυαλό μου, το οποίο το καταράστηκα κι εγώ στην αρχή, αλλά εγώ αυτά σκεφτόμουν μόλις έβλεπα το Μαστουράκο. Αυτά και άλλα πολλά…
Η τελευταία φορά που είδα το Μαστουράκο, ήταν η μοναδική που του έδωσα κάτι να φάει. Είχα άλλη σχέση μαζί του. Δε χρειαζόταν να του δώσω φαγητό για να με συμπαθεί. Αλλά εκείνο το απόγευμα μου είχε φανεί πραγματικά άρρωστος. Δε μου έκλεισε το μάτι, μόνο με κοιτούσε ατάραχος, όπως πάντα, αλλά πολύ θλιμμένος αυτή τη φορά. Το ίδιο βράδυ συνέβη η τραγωδία. Ο Μαστουράκος βγαίνοντας για πρώτη και μοναδική φορά, ίσως, στη ζωή του, μια βόλτα παρασύρθηκε από έναν μεθυσμένο στον κεντρικό δρόμο και άφησε την τελευταία του πνοή πάνω στην άσφαλτο. Ποιος; Αυτός που πέρασε όλη του τη ζωή στην άμμο. Αυτός που ζούσε με αυτοκίνητα γύρω του, αυτός χτυπήθηκε από αυτοκίνητο. Τραγικό το παιχνίδι της μοίρας…Ποτέ δε θα μάθουμε γιατί αποφάσισε εκείνο το βράδυ να κουνηθεί από τη θέση που για χρόνια τον είχαμε συνηθίσει. Ποτέ δε θα μάθουμε αν σκόπευε να γυρίσει από το ταξίδι του, το οποίο αποδείχτηκε μικρότερο απ’ όσο το περίμενε ο ίδιος.
Ξέροντας ότι αυτή θα ήταν η τελευταία του επιθυμία, αν μπορούσε να την εκφράσει, εγώ με κάποιους άλλους, μεγαλώσαμε λίγο το βαθούλωμα που είχε δημιουργήσει ο Μαστουράκος με την κοιλιά του, σκάψαμε σε βάθος ενός μέτρου και ρίξαμε μέσα το άψυχο σώμα του. Κατόπιν το σκεπάσαμε με χώμα. Απαίτησα να πω δυο λόγια, έτσι…σαν επικήδειο λόγο. Είπα ακριβώς αυτά: «Αν μπορούσε ο Μαστουράκος θα μας έλεγε τα εξής: [I]Αυτό το χώμα ήταν, είναι και θα είναι το σπίτι μου. Σας ευχαριστώ που δε λεηλατήσατε το χώρο μου και το χρόνο μου. Ζήστε με τους όρους σας. Ταξιδέψτε, αλλά να προσέχετε τους θανάτους που κρύβουν τα ταξίδια. Και να θυμάστε: Αυτό που θα σας σκοτώσει, θα είναι κάτι δικό σας, κάτι που δε θα το φοβάστε. Ένα κομμάτι του εαυτού σας[/I].»
Λίγους μήνες μετά, η αλάνα άρχισε να χτίζεται. Δεκάδες τόνοι μπετόν είναι πια χτισμένοι πάνω από τα κόκαλα του μακαρίτη του Μαστουράκου. Κι όταν ένας φίλος μου ήρθε να με επισκεφτεί με το αυτοκίνητό του και γκρίνιαζε που δεν έχει θέσεις πάρκινγκ, του απάντησα: «Τι τα θες, αφού πέθανε ο σκύλος…» Αυτός με κοίταξε περίεργα κι εγώ του είπα «Όχι, ρε, δεν είμαι τρελός, απλά το μυαλό μου κάνει περίεργους συνειρμούς!». Από τότε που πέθανε ο Μαστουράκος, όποτε πηγαίνω στη Χαλκιδική και περνάω από τα παλιά του λημέρια τον σκέφτομαι. Και σκέφτομαι και όλα όσα πέθαναν μαζί του. Και αυτοί οι συνειρμοί είναι βασανιστικοί και δε μ’ αφήνουν να χαρώ το καλοκαίρι μου…Καταραμένο μυαλό…!


[align=right][I]Νοέμβρης 2007, Θεσσαλονίκη[/I][/align]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 06-11-2007