Η πέτρα

Δημιουργός: giannisanas

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Έγδυνα τις ώρες μου με το μαχαίρι.
'Μέχρι να βρω κόκκαλο' , Σκέφτηκα
μέχρι να βρω τα οστά
πίσω απ' το άχρηστο φορτίο της καθημερινότητας.
Εκείνα τα θεμέλια όπου ήλπιζα
να στηρίξω τον εαυτό μου
και να τα ντύσω με χρυσό
όπως στα αρχαία αγάλματα.
Πότε σκυμμένος με το λεπίδι
πότε αφουγκραζόμενος
έγδυνα τις ώρες μου με το μαχαίρι
κάθε μερα πότε νύχτα
σάλευα κατακρεουργημένος
μ' ένα πράσινο φύλλο στο στόμα
γιατί έγδυνα το σώμα μου
μέχρι τα συντετριμμένα οστά
με μια προσευχή στα χείλη
έγδυνα το σώμα μου
μέχρι τα σπασμένα οστά.

Κι ήταν οι ώρες σα θρυμματισμένος καθρέπτης
που δε λογάριαζε παρά λειψά το φως
και γέμιζαν με χαραμάδες το είδωλο
που πάνω του είχαν σωριαστεί τόσες εικόνες
που δεν άντεξε.
Κάποτε είχα πάει σ' έναν άγιο.
Θέλησε να κολλήσει τα κομμάτια.
Δεν άντεξα φλεγόμουν ολόκληρος.
Έφυγα σαν κυνηγημένος.
Έκτοτε κυνηγάω την ουρά μου.

Οι ώρες μου με τα σταχτιά φερσίματα
με τις άπρεπες χειρονομίες.
Τώρα να με ξεκοιλιάζω μεθοδικά
με την ορθοφροσύνη του χειρούργου
για μια σταλιά αίμα
για δυό κομμάτια αμόλευτο χώμα.
Πέρα απ' την απελπισιά εκείνη
που κάνει το χιόνι να λυώνει
και τα κόκκινα γαρύφαλλα ν' ανοίγουν.
Πήγα πέρα απ' την απελπισιά εκείνη
πέρα απ' τον homo humolis
στα άκρα της ανταύγειας
απ' το άλλο ακρογυάλι
κι εγχείρησα μεθοδικά το σώμα μου
το σώμα της μέρας
αδυσώπητα.

Βρήκα εκεί μέσα αρχαίους και νέους τάφους
ό,τι είχε αποκάμει κι είχε σκληρύνει
και μια πεταλούδα.
Έκλεισα την πληγή θορυβημένος.
Απέρανατα στο θάμπος φτερουγίσματα
κόχες και άλλα που καλύτερα
ν' αφήνουμε στους ειδικούς.
Το κάλλος κι η αμαυροσύνη των βυθών
κάτι άσπιλο και θωρηκτό επίσης
ορατό από πολλές λεύγες
και πολλά κίτρινα άνθη.
Το μαχαίρι είχχε δουλέψει
είχε φτάσει ως το κόκκαλο
το συνάμα άυλο.
Η πέτρα όπου θα στηρίξω τη ζωή μου
βρίσκεται εκεί, αποφάνθηκα,
στον ουρανό.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-11-2007