παραμυθι για μια θαλασσα Δημιουργός: iptamenos_gatos, Ιωαννης Χριστοπουλος αναμνησεις απο το νησι Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info οταν στην πολιτεια ερχονταν ο νοεμβρης παντα ερχοταν παρεα με την βροχη και τοτε ηταν που τα σαββατα γινοταν η ποιο δυσκολη μερα του κοσμου. ολα τοτε γινοταν μνημη, η πορτοκαλια στον κηπο, τα παιδια στον απανω δρομο που μετα την βροχη παιζαν μπαλα και ξεσηκωναν την γειτονια, οι γεροι στο καφενιο της γωνιας που μαζευαν μνημες απο καιρους αλλοτινους, μα πάνω απ όλα τα ματια της....
ειχε καταγαλανα ματια, τοσο γαλανα που πολλες φορες τα μπερδευες με τον ουρανο και την θαλασσα που ανταμωναν λιγο ποιο κατω απο το σπιτι της.
ωρες πολλες κοιτουσε το παλιο καστρο στο απεναντι λοφο ωρες πολλες στεκοταν στο παραθυρι της και δεν αφηνε να χαθει τιποτα απο τις σκιες και τα συννεφα που περνουσαν βουρλισμενα πανω απο το νησι καιρους και καιρους τωρα και επερναν μαζι τους τις μνημες των γερων τις θυμισες των μαναδων που χαν παιδια στην θαλασσα και τον ηχο της καμπανας του εσπερινου απο το ξωκκλησι του αη-νικολα στο περα αλωνι.
ολα ομως θυμιζαν τα γαλανα της ματια ακομα και οταν η θαλασσα γινοταν μουντη και η βροχη εφερνε την νεα ζωη στον κοσμο.
................................................................................................................................................................................
λενε πως οι καιροι περνουν οπως οι ωρες, χωρις να το καταλαβει κανεις και χωρις να προλαβει να τους ζησει
καπως ετσι περνουσαν και οι καιροι της βαρκας που ηταν αραγμενη και ξεχασμενη στο παλιο λιμανι χρονους τωρα και ηταν λες ο φυλακας του λιμανιου θαρρεις και λεγαν πως το πλεουμενο το φυλαγαν τα στοιχεια της θαλασσας και κανεις ποτε δεν την πειραξε.
περνουσε απο κει καθε μερα και εριχνε το βλεμα της παντα στο ονομα της βαρκας
ο κοσμος δεν ηξερε, οι γεροι που ξεραν σωπαιναν, οι γλαροι που κι αυτοι ξεραν δεν φοβοτουσαν
κι ολα γεμιζαν με το γαλαζιο των ματιων της και το γερικο πλεουμενο λες και γινοταν τρομερη αρμαδα καθως το κοιτουσε.... και καποτε, τον τελευταιο καιρο που τα ξωτικα ερχονταν περα απο τις σπηλιες πριχου φοβηθουν τους ανθρωπους και χαθουν κι αυτα, ενα γερικο ξωτικο που ειχε δει την πρωτη ανατολη του ηλιου στον κοσμο, τραγουδισε τουτο το τραγουδι
ειναι η θαλασσα βαθια
και χανονται τα δακρυα
σαν πεσουν στην ποδια της
και χανεται ο ερωτας
απανω στο κορμι της
κι η κοπελια που καρτερα
πισω απ το παραθυρι
μενει βουβη και θλιβεται
το κυμα σαν τον βλεπει
και ξαστοχα καιρον πολυ
καραβι να αντικρισει
που θα της φερει γρηγορα
αυτον που πεθυμαει
τουτο ηταν το τραγουδι του γερικου ξωτικου που μενε στις σπηλιες και καθως ο καιρος γινοταν βροχη και χανονταν και τα ματια της κοπελας γιναν ενα πλεον με τον ουρανο εγινε και το τραγουδι θρυλος και μονο στα πανυγηρια του νησιου το τραγουδαν οι κοπελες που χουν αντρες στα καραβια και οι γεροι το λενε σαν παραμυθι στα εγγονια τους λιγο πριν τα παρει ο υπνος
Δημοσίευση στο stixoi.info: 17-11-2007 | |