αν όλα τα ποτάμια καταλήγουν στους νευρώνες μ Δημιουργός: oulaloum, Αντώνης Πρώτη αποπειρα για διηγημα. Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Όταν όλοι προσπαθούν να σε πείσουν να ζεις με κεκτημένη ταχύτητα, να περιοριστείς στα χαρτιά που άλλοι διαλέγουν για σένα, τρέχεις να κρυφτείς στο νου σου… ή στο σκοτάδι… δεν έχει σημασία έτσι κι αλλιώς τώρα τελευταία καθόλου δεν τα ξεχωρίζεις. Θυμάσαι παλιά; Η φαντασία σου ήταν η μόνη αληθινή πατρίδα. Σ’ άρεσε να περιπλανιέσαι στο άπειρο αγνοώντας χρόνο και χώρο, αυτά είναι για τα παιδιά που μεγαλώνουν γρήγορα. Που και που συναντούσες και κείνο το παιδί που πάντα το κοιτούσες στα μάτια χωρίς περιττά λόγια. Τίποτα δεν έμαθες για αυτό, μόνο μιλούσατε, μιλούσατε χωρίς να βαριέσαι όπως συνέβαινε στην προσπάθεια σου να διαπραγματευτείς την ζωή. Του έλεγες για τον κόσμο σου όπου όλοι μισούν δήθεν το κακό αλλά όλοι, περιέργως, το νταντεύουν. Τον έβλεπες και κει τον κόσμο σου αλλά ήταν αλλιώτικος, πιο παράξενος, σε προκαλούσε να τον ανακαλύψεις, να δημιουργήσεις, να πας μπροστά, να παλεύεις για το καλύτερο. Και λαχταρούσες να τον αλλάξεις με την αυταπάτη μας όποιο και να ήταν το τίμημα. Θα μπορούσες ακόμα να πεθαίνεις για να γεννηθείς και μετά να ξαναπεθάνεις για να γεννηθείς πάλι, κυλώντας στον κατήφορο της αιωνιότητας αεί αγωνιζόμενος. Ο Δικαστής όμως έχει διαφορετική άποψη. Καταδικάζεσαι σε αιώνια ζωή! Γι’ αυτό ξεκίνα να τρως τη δυστυχία σου να σε βρει το κελί σου χορτάτο.
Έτσι σκεφτόσουν τότε. Τώρα; Τώρα έμαθες; Έμαθες πως τα όνειρα δεν γίνονται μόνο την νύχτα; Έμαθες πως τα ομορφότερα γίνονται στο πιο δυνατό φως της ομορφότερης μέρας, με έναν ήλιο να μη μπορείς να τον αντικρίσεις; Έμαθες γιατί δεν μπορείς τελικά να τον αντικρίσεις αυτόν τον ήλιο; Επειδή ξέχασες να ονειρεύεσαι. Που ‘ναι η πένα σου; Που ‘ναι τα στιχάκια που σκάρωνες;
Κάπου στη ρουτίνα σου είναι, μη φοβάσαι.
Τελικά περήφανε Δον Κιχώτη μου που είναι Εκείνη; Οι γίγαντες, τα κάστρα, οι δράκοι…
Εκεί που ήταν και θα είναι πάντα. Στέκει αντίκρυ σου και γνέφει. Άλλες φορές ένα σύννεφο και άλλες φορές γιορτή. Δυστυχώς δεν έχεις την πολυτέλεια των επιλογών. Απλά θα πρέπει να αρπάζεις κάθε γόνιμη στιγμή. Ποιητής έξω από τον κύκλο, έξω από κάθε κύκλο, μέσα στη ζωή και με καθάριο βλέμμα, με φωτεινά ηλιοβασιλέματα στην κόψη σου, σαν να μυρίζει Άνοιξη.
Τώρα θα μου πεις, και οι απανταχού δικαστές τι θα πουν για αυτά; Δεν θα σου βάλουν, και με το δίκιο της λογικής τους, το μαχαίρι στο λαιμό με ρητή διαταγή «Γύρνα πίσω!»;
Δεν πειράζει. Έχεις τόσα αστράκια κρυμμένα στο παιδικό σου δωμάτιο.
Όλα τους διάττοντα. Κατά τύχη ίσως σκοντάψουμε σε κάποιο που να φυτοζωεί.
Σκοντάψουμε είπα; Συγχώρα με. Δεν έχω κέρδος να βγάλω από σένα.
Άκου εκεί ‘σκοντάψουμε’……..
Όχι ότι αγχώνομαι με τους αριθμούς της γλώσσας απλά δεν θέλω να είμαι ειλικρινής. Δεν ωφελεί να είσαι καλός, μόνο να το λες. Δηλώνοντας το με σθένος ψυχικό, λες και κατόρθωσες το πιο μεγάλο ανδραγάθημα. Σαν να πραγμάτωνες την πιο φασαριόζα αίγλη των ονείρων σου. Βέβαια όλο αυτό θέλει μια κάποια προσπάθεια και δεν σου περισσεύει εσένα.
Πρέπει να ψάξεις για ξεχασμένα άστρα.
Απενοχοποίηση.
Καταπιάσου καλύτερα με κανένα ταπεινό επάγγελμα να πας καλιά σου.
Τι πιο ιδανικό για ένα ποιητή; Θα ήταν βολικό να είχες και μια Μούσα αλλά στα δικαστήρια, προφανώς λόγω συντηρητισμού, οι διαφόρων τύπων συσχετισμοί με πάθη και ηδονές δακτυλοδείχνονται.
Ως επαγγελματίας θα καταβάλεις τους φόρους σου και τα βράδια που θα αποτελειώνεσαι από τη δουλειά θα έχεις το χρόνο να συνάξεις όλα σου τα κομμάτια πάνω σε μια τσαλακωμένη κόλα χαρτί. Αν πάλι διακόψεις και κάθε επικοινωνία με τους συναδέλφους (αδιαφορία σκέτη για τον ανταγωνισμό) και ως φιλήσυχος πολίτης λες αύριο, αύριο ίσως… τότε ναι, θα έχεις γαλήνη να μείνεις ξάγρυπνος για εκατομμύρια στιγμές. Ως και την επιθανάτια σου τη στιγμή άλλη θα την κουμαντάρουν. Δεν σε νοιάζει. Το μολύβι σου εσύ. Σε κάθε αδιέξοδο θα φτιάχνεις και από μια πόρτα. Που οδηγεί στην αρχή του διαδρόμου. Με λιγότερο φως κάθε φορά. Μα με περισσότερη έμπνευση. Είσαι επιτέλους για κάτι περήφανος. Έκανες την ανάγκη σου σκοπό χωρίς ιδιαίτερο κόπο και πρέπει να αμειφτείς. Ας μειωθεί εν τέλει το φώς.
Το σύμπαν θα ζητήσει πίσω την ξοδεμένη ενέργεια. Και που να τα βάζεις με ένα ολόκληρο σύμπαν. Κι αν σπάσει το μολύβι σου; Κι αν ξεχάσεις τις καταβολές σου στο σύστημα; Καλά και με αυτό. Μα αν το σύστημα δείξει πως δεν σε ξέχασε; Παρακάλα σκυφτός να τα βάλεις με το σύμπαν… Έτσι θα μπορείς τουλάχιστον ανενόχλητος να ρίξεις τις λέξεις σε μια παρωδία ναρκισσισμού. Δεν θα χρειαστεί έπειτα να τις ανασύρεις. Θα ωριμάσουν στα μαλλιά σου και θα πέσουν ανόρεχτα εκεί που θα ξεχνάς να απογοητεύεσαι, για να σου υπενθυμίζουν πάντα με πατρικό τόνο ότι ίσως και να μπορούσες να έχεις μια Μούσα. Μα η Μούσα θέλει Έρωτα ( το σύστημα όχι). Ο Έρωτας θέλει φωνή και τόλμη ( το σύστημα όχι). Ο έρωτας δεν θέλει σύστημα ( το σύστημα λουφάζει….).
Ναι, θα τα κατάφερνες. Το ξέρω.
Αλλά πια όλο σκας για τις εισφορές που δεν σε άφησαν να χρεωθείς. Αλίμονο αν ξεπληρώσεις κάποτε τα πραγματικά χρωστούμενα. Αυτά δεν υπάρχει λόγος να στα αποκαλύψουν. Θα σε βασανίσουν μέχρι να αναρωτηθείς αν υπάρχουν και έπειτα θα σε διαψεύσουν παραφουσκώνοντας με αυτά κάθε σου εφιάλτη.
Κάποια στιγμή θα σε βγάλει ο δρόμος στο υποθηκοφυλακείο η στις μεστωμένες σου τύψεις. Ο υπάλληλος θα ιδρώνει πάνω σε μια άβολη καρέκλα και θα σου απαντάει με υπονοούμενα. Αυτός ξέρει. Τον διαφεντεύουν για καιρό οι κακοτοπιές του επαγγέλματος.
Μα εσύ, ένα απασχολούμενος στο ταπεινό σου μαγαζάκι τι φταις; Δεν ξέρεις από τέτοια. Εσύ, λίγο χώρο ψάχνεις για να οργανώσεις τις επόμενες κινήσεις σου. Που να ξεχνιέσαι σε τούτο το καμίνι. Δεν σου βγαίνει και ο προϋπολογισμός. Και είναι τόσοι πίνακες που πρέπει να ενημερωθούν. Τόσα γραμμάτια να νιώσουν την θαλπωρή της σφραγίδας…. Και συ κάποτε ξεχνιόσουν στην θαλπωρή. Στη θαλπωρή των καταιγίδων. Μα οι σχέσεις σου με τον κόσμο δεν έχουν πρόσωπο. Μόνο στόμα. Να διατάζει. Και ένα μεγάφωνο σε κάθε αυτί να μη μπορείς να κρυφτείς. Αχ η ζωή…. Σου είπε πως θα είναι πιο όμορφη από την γλυκιά νοσταλγία του καλοκαιριού. Ακόμη ομορφότερη και απ’ το χάδι μιας μινόρε μελωδίας. Ξεσπάει τώρα κάτω από τα τραπέζια των συνδιαλλαγών. Καθαγιασμένη πια και εκπίπτουσα στα απωθημένα σου. Με τις πιασάρικες στιχομυθίες που σε στοιχειώνουν. Μα αλίμονο αν δεν καταλήγουν κάπου, οπουδήποτε, οι διαπραγματεύσεις εκείνες. Αλίμονο αν ατελείωτες ώρες σε ανάκλιντρα ψυχαναλυτών λευτερώσουν όλες σου τις εμμονές. Αλίμονο αν τα φκιασίδια των αχνών σου γραμμών απλουστευθούν σαν τα δύσκολα νοήματα μας. Οξύμωρη σκέψη. Τα δικά σου τα νοήματα είναι καθαρά εργασιακής φύσεως, διότι και την ποίηση σου την έχεις καταβαραθρώσει. Δηλαδή είναι πόνημα εργατικό.
Ουδεμία σχέση με εργατιά. Μα βέβαια όχι.
Δικό μου λάθος (τόσην ώρα συγκρατούμε για να αποφύγω τουλάχιστον ένα. Επιτυχία. Λάθεψα!). Θεώρησε μάλλον πως τα γραπτά σου είναι η κατάληξη μιας καθωσπρέπει παραγωγικής γραμμής. Αυστηρά δομημένης. Ωχρής σαν το πρόσωπο σου όταν ξυπνάς. Αν μη τι άλλο έχει κάτι από το καταδικό σου στίγμα.
«Επόμενος παρακαλώ»
«Χαίρεται. Ονομάζομαι….»
«Πάλι εσείς; Δεν κουραστήκατε;»
Να κουραστώ γιατί; Δεν σας καταλαβαίνω….Τέλος πάντων, εγώ εδώ ήρθα….»
«Να βρεις οτιδήποτε γνωρίζεις από πριν πως δεν μπορείς να έχεις….»
«Εξακολουθώ να μη σας καταλαβαίνω. Ξέρεται όμως κάτι; Δεν μπορώ να σπαταλήσω όλη μου τη ζωή εδώ. Σας το δηλώνω εξ’ αρχής. Είναι άσχημο το μέρος αυτό για να σπαταλά κανείς τη ζωή του…..Είδατε; Με επηρεάζετε... Ποιος είναι επιτέλους ο ρόλος σας. Να μου προσφέρεται απλόχερα αδιέξοδα;»
«Μιλάτε σαν να έχει η σύντομη συζήτηση μας την υφή πολλών αιώνων….»
«Συνεχίζεται απ’ ότι βλέπω τις αερολογίες….»
«Μη χολοσκάτε κύριε μου. Με αυτή την προοπτική έρχεστε εδώ. Αρέσκεστε στις σπατάλες. Πείτε μου, πόσες νύχτες έχετε ξοδέψει στη ζωή σας;»
«Δεν πάει άλλο! Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τις οικονομικές μου υποθέσεις; Σας είναι δύσκολο να κάνετε για λίγο τη δουλειά σας και μόνο αυτή; Θα αναγκαστώ να ειδοποιήσω τον προϊστάμενο σας.»
«Αδύνατο. Εγώ είμαι ο προϊστάμενος μου.»
«Πως είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό; Το αντικείμενο της εργασίας που αντιστοιχεί στη θέση σας ουδεμία σχέση έχει με αυτό που κάνετε, ή μάλλον προσπαθείτε να κάνετε, τώρα.»
«Γιατί παραξενεύεστε. Σάμπως και σεις πότε αποτολμήσατε να μου απαντήσατε αυτό που πραγματικά θέλατε; Όχι αυτό που ορίζει το καθεστώς των σχέσεων μεταξύ μας. Αυτό που θα απαντούσατε αν ξέρατε ότι αυτές δεν εξαρτώνται από τις ‘οικονομικές σας υποθέσεις’, όπως τις κατονομάσατε προ ολίγου, τις υποθέσεις που επέβαλε το ίδιο σύστημα που έχρισε εμένα ταυτόχρονα υπάλληλο και προϊστάμενο. Ταυτόχρονα Εκτελεστή και εκτελεστικό όργανο (αναίσχυντη μορφή κοροϊδίας).»
«Κύριε μου δεν….»
«Πάντοτε θα συναντάς το ίδιο αδιαπέραστο κενό. Κι η ευγένεια δεν ωφελεί. Απλά ερεθίζει την αναμονή σου.»
«Ποιος σας ανέθεσε αυτή τη δουλειά τέλος πάντων; Θα πρέπει να ήταν μακράν πιο ανίκανος από εσάς για να σας εμπιστευθεί τη θέση αυτή. Ξοδεύεται μπόλικη φαιά ουσία για να σκαρφίζεστε συνθηματολογικά φιλοσοφήματα του ποδαριού, ενώ παράλληλα αδυνατείτε να ξετρυπώσετε λίγη μόνο για να με εξυπηρετήσετε. Αν έχετε πια τόση ανάγκη να βγάλετε τώρα όλα τα μεγάλα συμπεράσματα της ζωής σας βγείτε στην τηλεόραση ή παρατηρήστε τον κόσμο από μια παλιά πολυθρόνα. Γιατί ξέρεται δεν έχω καμιά όρεξη να βλέπω τους φόβους μου να προσωποποιούνται. Αυτή είναι ακριβώς η φάση της απόλυτης ισχυροποίησης τους. Εν τέλει μπορείτε να με παραπέμψετε σε κάποιον ικανό συνάδελφο σας.»
«Βλέπω πως είστε κατά κάποιο τρόπο εύστροφος αλλά δεν κατανοείτε πως έχετε να κάνετε με μια έκφανση εξουσίας και σε αυτήν την περίπτωση η ευστροφία είναι παντελώς άχρηστη. Είναι βέβαιο πως μπορώ να σας στείλω σε κάποιον ικανότερο συνάδελφο μου. Τον οποίο όμως εσείς θα βαφτίσετε προφανώς άχρηστο όταν οδηγήσει την απλή σας υπόθεση και αυτός με την σειρά του σε δύο ανούσιους μονολόγους, άσχετο που εσείς θα έχετε την εντύπωση πως διαλέγεστε. Θα κοιμάστε εν προκειμένω ύπνο βαθύ…..
«Και αυτή η μεταπήδηση από τον πληθυντικό στον ενικό και τανάπαλιν πόσο εξοργιστική είναι….
«Προσοχή. Εσύ είσαι το πιόνι. Και μάλιστα σε σκακιέρα με όρια που ολοένα στενεύουν. Με κάθε επιπλέον απαίτηση εξυπηρέτησης. Με κάθε από μέρους μας μετάθεση ευθυνών. Με κάθε σταγόνα ιδρώτα που θα χαράζει μια κηλίδα στο μέτωπο σου, προσπαθώντας να κουμαντάρει την οργή σου. Μα πάντα ξέρε. Δεν υπάρχει κάτι παραπάνω που μπορείς να κάνεις…»
«Αν συνεχίσετε θα κινηθώ νομικά…»
«Με πόση σιγουριά λέτε κάτι τέτοιο; Βλέπω τα χέρια σας να ιδρώνουν… Μα είναι αδύνατον να βγείτε κερδισμένος. Είναι δυνατόν οι νόμοι οι ίδιοι να γίνουν αυτόχειρες; Αυτό λοιπόν επιθυμείτε; Και σας χαρακτήρισα εύστροφο….Η δίκη όσο κι αν καλλωπίζεται πάντα ένα τεράστιο ‘Κατηγορώ’ θα είναι…»
Τότε θυμάσαι… Λίγο φως μόνο να είχαμε, ελάχιστο, μια σκουριασμένη λάμπα πετρελαίου μονάχα…
«Δεν μπορείς εδώ να εξασκείς το επάγγελμα σου πια. Δεν έχεις το δικαίωμα να χτίζεις πόρτες. Το μόνο που μπορείς, είναι να κάνεις τη δουλειά που σου επιβάλλουν ελπίζοντας. Σύντομα θα νομίσεις πως ολοκληρώνεις την προσωπικότητα σου. Έπειτα θα αρχίσουν να συρρέουν τα συγχαρητήρια όλων. Του προϊσταμένου μου, του προϊσταμένου του, του επόμενου προϊσταμένου…..ακόμη και τα δικά μου. (Θυμήσου, πάντα είμαι ο προϊστάμενος μου). Τότε θα βολευτείς βαθιά στο κρεβάτι σου περιμένοντας μια γρίπη ή θα μείνεις ξάγρυπνος έως ότου ένας γνώριμος ήχος σε γεμίσει θλίψη. Είναι αναπόφευκτο. Το λέω εγώ. Κι από τη στιγμή που εγώ επωμίζομαι την ευθύνη για τον κόσμο που σου φορτώθηκε έτσι θα γίνει. Δεν υπάρχουν πλέον διέξοδα.»
«Που να βρω λίγο φως, ελάχιστο…»
«Μην κάνεις σαν παιδί. Το σπατάλησες ήδη όλο…»
«Σαν παιδί….Πως; Μα ναι!»
«Που ταξιδεύεις;…Τι ειρωνεία! ‘Ταξιδεύεις’….. Δεν έχεις πουθενά μια έστω ξεχασμένη αγκαλιά…»
«Κι όμως… Έχω κάτι άστρα να βρω…»
«Ναι ναι…Θα γίνεις χέρι που θα γνέφει μαντήλι με το αίμα χιλιάδων αστεριών. Από νύχτα σε νύχτα τώρα πια δεν συναντά κανείς όνειρα. Τουλάχιστον εδώ η απογοήτευση είναι σίγουρη….»
Αυτά τα τελευταία λόγια (αν κάτι από ό,τι είπε άξιζε ήταν αυτά) δεν τα άκουσες. Καλύτερα έτσι. Πόσο περισσότερο να σε εξοργίσει ένας άνθρωπος; Εσύ τώρα έχεις άλλη σημαντικότερη δουλειά. Μια χούφτα αστέρια. Από το παιδικό δωμάτιο. Μα που είναι τώρα κι αυτό; Επιπρόσθετη σκοτούρα.
Τώρα τι; Αποκλείεται πάντως να γυρίσεις πίσω στον υπάλληλο. Όχι επειδή θα σου υπερτονίζει τη νίκη του αλλά να…. Θα το γνωρίζεις από πρώτο χέρι. Να αφήσεις ένα σύστημα να σε κατατροπώσει;
Αδύνατον ( ακόμα δεν έχεις πάρει μυρουδιά την αλήθεια καθώς φαίνετε… Δεν δικαιολογείσαι. Η αλήθεια έχει ανεπαίσθητα αρώματα.)
Μπρος λοιπόν για το δωμάτιο. Κάπου θα βρεις ένα κομμάτι παλιό ύφασμα, ένα μισοσβησμένο στιχάκι, ένα κιτρινισμένο γεωγραφικό χάρτη, ακόμα-ακόμα και κάτι μικρά αποκεφαλισμένα στρατιωτάκια (αχ και να το είχες κάνει ενσυνείδητα!). Απομεινάρια μιας κάποτε έντονης παρουσίας…. Από που έρχεται ευνοϊκός άνεμος;
Από την γαλήνη σου; Στείρωσε την και προχώρα.
Όχι δεν θα έρθω. Με χρειάζεσαι.
Είναι μια μυρωδιά, ένα ανάλαφρο μονοπάτι με τα χρώματα του απογεύματος που σφυρίζει στο κεφάλι σου, σαν τους ήχους που χρεώνονται στα παιδικά χαμόγελα απ’ το ψέμα . Είναι μια εικόνα που δε λένε τα χρώματα της ν’ ατονήσουν κι όμως ποτέ δεν κατάφερες έστω να τα φανταστείς. Είναι πάλι και κάτι υποψίες που ξεροσταλιάζουν στην κοίτη του ποταμού.
Βγες λοιπόν στο δρόμο. Να το χαλασμένο φανάρι . Από κει. Δεν σε καταδιώκουν μα βιάσου εσύ. Έτσι για καβάτζα. Όχι τροχοφόρα, όχι. Πεζός να ανοίξει η ματιά σου, να δει τον κόπο να σπάει απ’ τα μηνίγγια σου. Ναι, μαρτύριο. Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός δε λένε. Πάντα τους πίστευες. Τώρα θα το αποδείξεις.
Κάτι σαν δροσιά χάιδεψε τα βρεγμένα σου μάγουλα. Θα ναι τα συντρίμμια που νιώθουν τη βία της αγνοημένης σήψης στην κοίτη του ποταμιού. Που προσκαλούσες στα όνειρα σου κι αυτό, προφήτης ίδιος, στέρευε την τελευταία στιγμή. Γεμίζοντας την αναμονή βεγγαλικές υποσχέσεις. Ένα σωρό λόγια του αέρα. Και για την θάλασσα μήτε λόγος. Ο εχθρός τώρα το περιποιήθηκε καλά. Ξίνισε ακόμα και το δικό σου μούτρο σαν γεύτηκες την αποπνιχτική ατμόσφαιρα. Μια κάνει κανείς να κοιτάξει προς τα κάτω και απομένει σύξυλος. Τα νερά λένε φύγε. Φύγε. Το πρόχειρο γεφύρι που επιχειρήσατε, εσύ και κατεργάρηδες φίλοι σου, κάποτε να φτιάξετε δεν υπάρχει πια. Τα νερά παρασιτούν και η απέναντι όχθη…. Τι να χουμε να θυμόμαστε. Γιατί έτσι θα πάει πια. Θα γαντζωνόμαστε απ’ τη μνήμη για να βρούμε καλές στιγμές. Κι έτσι άγαρμποι που ‘μαστε σιγουρεύομαι. Θα την βιάζουμε με λύσσα. Ύστερα θα την ανεβάζουμε πάλι στο εικονοστάσι και θα χωνόμαστε βαθιά στην θαλπωρή του καναπέ.
Έλα. Δεν απόμειναν ψυχές σ’ αυτό το βαλτοτόπι. Κι όσες κρύβονται θα τις κατασπαράξουν σύντομα τα χημικά των γειτονικών χωραφιών.
Αλήθεια τι αντιποιητική σκέψη!
Έβγαλες κιόλας όλα τα όπλα σου ν’ αμυνθείς, τόσο βαθιά εθελοτυφλώντας σε ότι νομίζεις πως κατέχεις. Πρόσεξε. Μόνο σου το φώναζες. «Οι ποιητές ανθίζουν σε θανατερά παρτέρια». Ξαφνικά να δεις που θα γίνεις ποιητής έτσι που καρφώθηκες σ’ αυτό το ποτάμι. Προχώρα. Να, οι μηχανές φτάνουν. Καταπατάς ήδη ξένη περιουσία. Θέλεις να τα βάλεις με τους νόμους; ( Δες πως τρέμεις). Έχεις όρεξη να συναντάς πάλι κείνον τον αφόρητο υπάλληλο; Σκέψου μόνο πως θα κοκορεύεται…. Να πως ζωντάνεψες αμέσως. Ο φόβος κινεί τα νήματα των βιωμάτων σου. Αχ, διαπιστώσεις άκαιρες. Και η επόμενη στάση είναι πιο μακριά από την αυγή.
Το ποτάμι εκβάλει στην ίδια εκνευριστική αναμονή. Θα φταίει μάλλον που φρόντισαν ήδη να το αποξεράνουν. Να περιμένεις πάλι τον ίδιο άσκοπο διάλογο…. Πόσες φορές θα χρειαστεί να αποφύγει κανείς τον ίδιο εφιάλτη μέχρι να τον συνηθίσει; Δε φελλά το μέτρημα. Μια ζωή, ειδικά η ζωή ετούτη, δεν φτάνει. Πάει χειμώνιασαν οι συνειδήσεις. Κουμαντάρουν την παγωνιά και τους θαμώνες των νεκροτομείων. Τι να πρωτοκάνει κανείς με αυτόν τον απέθαντο χειμώνα… Ούτε να ζήσει δεν προφταίνει. Μόνο για κάτι διαπραγματεύσεις σπαταλά τον καιρό του. Διαπίστωση. Χιλιοειπωμένη. Και τι θα γίνει; Τίποτα. Μονάχα διαπραγματεύσεις. Όρεξη να ‘χουν οι υπαλληλίσκοι. Και απ’ αυτό τους περισσεύει τους άτιμους. Τόσα ποτάμια ρίχνονται στην γραφειοκρατία τους ούτε ένα δεν κάνει την δουλειά του σωστά. Ένα δεν βρέθηκε να τους καταπνίξει… Μα πολλά ποτάμια και ελάχιστα τα κατάλληλα για τέτοιο πόνημα. Μια λύση θα ‘ταν κάποιο που να χει σιχαθεί την οργή της κοίτης του. Φρόντισαν όμως να πωρώσουν τον ίδιο μας το θυμό. Και έτσι ξανά αδιέξοδο. Έτσι ξανά πλάι στο μαράζι της ιστορίας, σ’ αυτό το σαρακοφαγωμένο χρονοντούλαπο. Δίχως να χουμε να πούμε κάτι. Να προβάρουμε τους ίδιους ρόλους. Τους ίδιους θανάτους. Η ροή των ποταμών κερδίζει κάτι από την λογική μας, και ξοδεύει πολλή από την αλήθεια. Ξέχασες τις μηχανές. Δώσαμε κι από πολιτισμό μπόλικο. Κατά πώς συμφέρει. Την φυγοπονία μας και την ηθική τους. Κι ένα δεν βρέθηκε να τους καταπνίξει. Κι ένας δεν βρέθηκε να μας πει πως είμαστε ποτάμι. Κι ανάθεμα αν ποτέ πάψουμε ν’ αποζητάμε τον ένα. Η επόμενη στάση είναι οφθαλμαπάτη. Το ίδιο ασυνάρτητη. Τα δέοντα σε ένα μπλοκαρισμένο μυαλό. Και στις φραγμένες του εκβολές.
Φώς. Γειτονία με θεόπνευστες μεθέξεις. Μακαριότητα λόγω εθελοδουλίας. Όχι, όχι αυτές τις φωταψίες που σε πάνε από το ένα σκοτάδι στο άλλο. Κάτι πολύ απλούστερο. Να γεμίσει φως το σάπιο σου κρανίο, να τρελαίνονται στον πόνο οι πληγές του. Πείσθηκες πως είσαι θύτης των πάντων. Είχες λόγο σίγουρα. Ο καθένας σε τέτοιον ορυμαγδό θα ‘χανε όχι μόνο το φως. Θα χανε και τον σκοπό του. Η εύνοια του καιρού που ξεροσταλιάζει; Στα κιτάπια του θύτη. Λυτρώσου τώρα. Ο πόνος είναι το πρώτο δώρο της συνείδησης σου.
Δεν συμφέρει το σκηνικό αυτό. Κι απ’ τον λαβύρινθο σου, πήραν την πανάρχαια κλωστή. Την καβάτζα των μύθων. Τα σύγχρονα παραμύθια δεν έχουν τέλος. Συνεχώς στο περίμενε. Μέχρι που τα αφήνουμε εμβρόντητοι και παρασιτούμε σε άλλα. Το παιδικό δωμάτιο άραγε να αντέχει; Δεν πρόκειται περί χλιαρών συναισθηματισμών. Αλλά να, η αλλοτρίωση εκεί ξεχνά να κάνει χάζι. Και έτσι τα αστέρια που ζητάς έχουν όλο τον χώρο δικό τους. Φαντάσου ένα ολόκληρο δωμάτιο γεμάτο από δαύτα. Να ενθουσιάζεσαι. Τι φοβάσαι; Ας σκάσει και κανένα γελάκι στο πρόσωπο σου. Όπως τότε, στο βρεγμένο μπαλκόνι.
« Μα δεν με προσέχεις όταν μιλάω;»
«Ναι σε προσέχω, βέβαια, αλλά με βρήκαν μια στιγμή τα μάτια σου, κι οι υπόλοιπες αισθήσεις παραμέρισαν»
«…»
Ανόητη δικαιολογία. Την αναλογίζεται κανείς και στεναχωριέται πιότερο παρά για την χαμένη σου υπόθεση. Από πού περιμάζεψες τόσες ερινύες; Τι ειρωνεία! Για αυτές αρκεί πολύ λιγότερο από μια ζωή και για τα απλά πράγματα κρεμάμε εκατοντάδες αναμνηστικές φωτογραφίες δίχως να χουμε καν σκεφτεί πως υπάρχει ελπίδα. Από ενοχές είναι που έχουμε κορεστεί. Έρχονται πριν αποκτήσουμε έστω μιαν ιδέα για αυτό που αντικρίζουμε. Συνήθως μας προικίζουν με αναίτιες εμμονές που τις βαφτίζουμε εαυτό. Έπειτα πορευόμαστε και παραμερίζουμε την πραγματικότητα.
«Θα αργήσεις. Φέτος δίνεις εξετάσεις. Άντε βιάσου…»
« Μην ανησυχείς. Εσύ αγχώνεσαι περισσότερο από μένα. Μήπως δεν με θες μαζί σου;»
« Είναι δυνατόν; Αυτό καταλαβαίνεις για μένα;»
Εκβιαστής της επιβεβαίωσης. Να τι καταντάς κάποιες στιγμές. Ύστερα παραπονιέσαι γιατί μαραίνονται νωρίς τα λουλούδια. Γιατί βιάζεσαι να βρεις βάζο. Γι’ αυτό. Είναι όπως με τον υπάλληλο. Θέλησες να τον απασχολήσεις μόνο για την υπόθεση σου. Κρύβονται όμως πολύ περισσότερα πίσω από τις σχέσεις σας. Κι αν δεν μπορείς να τα συλλάβεις αυτά, τότε «το ίδιο αδιαπέραστο κενό θα συναντάς». Όταν βασανίζεσαι μονάχα για το πρόβλημα σου, το είδες, αυτό διογκώνεται.
« Δες εκείνο το σπίτι. Τι ωραίο το χριστουγεννιάτικο δέντρο που έχουν…»
«Μου το ξανάπες.»
«Ναι το ξέρω. Μα μου αρέσει τόσο πολύ…»
Που να εξηγείς τώρα. Και σε τελική ανάλυση γιατί να εξηγήσεις. Άσε για λίγο τις θεωρίες. Πιάσου απ’ την ζωή. Δεν κινδυνεύεις εδώ. Όπου υπάρχει έρωτας, ή έστω λίγη προδιάθεση έρωτα δεν κινδυνεύεις. Άσε να λένε. Εκείνοι δεν την έχουν να κουρνιάζει δίπλα τους στα πρώτα κρύα του χειμώνα. Απολαμβάνεις τους χειμώνες. Μα δεν μπορείς να ξεχνάς. Θα βόλευε το αντίθετο. Ε και; Τότε θα ‘ταν στην αγκαλιά ενός ανδρείκελου που θα σου έμοιαζε τρομακτικά. Μη ξεχνάς.
Τα ποτάμια κυλούν αργά δίπλα σας. Θα βραχείτε όπου να ‘ναι. Τα χέρια σου αντέχουν. Μα η καρδιά σου; Αυτήν ρώτα πρώτα κι ύστερα δείξου μάγκας. Όχι ποιήματα. Τώρα έχεις ελπίδες να βρεις μια Μούσα. Στη σκιά της σηκώνονται οι έρωτες. Στη θωριά της αλυχτά το σύστημα και πιο έντονα οι λακέδες του. Μισθωτοί σκλάβοι οπλίζονται με βόλεμα. Να που ήθελες έρωτα. Τώρα θα κάνουν το παν για να μην τους φύγει το ακριβοθώρητο απόκτημα. Θα δούμε επιτέλους το σκληρό πρόσωπο του αφέντη τους, και του δικού μας. Ποιος είπε πως δεν είσαι και μιαν ιδέα θύτης; Μα κατάφερες να βρεις φώς. Που; Σε ένα βρεγμένο μπαλκόνι.
Μακριά από την θαλπωρή των συννεφιασμένων ημερών θα έρθεις αντιμέτωπος με τη θλίψη ατελείωτων διαδρόμων. Αναμονή στην αναμονή και όλη η ζωή στο βιάσου. Κάθε πόρτα κρύβει κι από μια ποινή. Κι είναι όλες τους ανοιχτές. Καθοδηγητάδες στο σίγουρο. Δε μετράει που είσαι άνθρωπος. Δεν έχεις χέρια, πληγές, λύπες. Είσαι ευτυχής να σε δακτειλοδείχνουν ως πρόσωπο νομικό. Θα βολτάρεις μη ευκαιρώντας να ανασάνεις. Άλλοι θα χειρίζονται για σένα τους πνεύμονες. Πολύ πριν πάλλονται με τόλμη στην καθαρότητα του σύμπαντος. Πολύ πριν ο ένας φύγει, και απλά ανοίξετε οι πολλοί τα χέρια σας να αδράξετε λίγη απ’ την ύλη της νύχτας τόσων αιώνων.
Στο παρόν λοιπόν και αφού ονειρεύτηκες με το παραπάνω…
«Επόμενος παρακαλώ….»
« Εεεεεε….»
«Άρχισες κιόλας να τρεκλίζεις; Μα τα βάσανα τώρα αρχίζουν…»
«Όχι δεν είναι για αυτό. Απλά να… Δεν ξέρω από πού να αρχίσω να απαντώ στις ερωτήσεις που μου κάνατε εσείς, ο προϊστάμενος σας, ο προϊστάμενος του και πάει λέγοντας…..»
«Λοιπόν. Για να σας εξυπηρετήσουν θα πρέπει να κατευθυνθείτε στο δ’ γραφείο του πεντηκοστού τρίτου ορόφου…..Τι νόμιζες; Θα είναι όλα ρόδινα;»
«Τώρα πια όχι…. Κάθε στιγμή είναι πολύτιμη»
«Η κοπέλα στο πλάι σου ποια είναι;…. Και το βλέμμα σου πως γέμισε;… Μα… εσύ όσο πάει και θεριεύεις…. Γίνεσαι ρυάκι… ποτάμι που….»
«…που σιχάθηκε πια την οργή της κοίτης του…»
«Ναι ακριβώς. Για κάτσε…»
Σε κοιτάει έντρομος μη μπορώντας να αντιληφθεί τον θάνατο του…
« Και το αίμα των αστεριών; Τι σημαίνει;»
«Ποιητική αδεία. Τώρα η υφή ενός άλλου χεριού στην παλάμη σου μετράει περισσότερο»
«Μα θα χαθείτε τόσο βαθιά»
«Είμαστε ούτως οι άλλως από καιρό πνιγμένοι. Δεν μας μεταπείθει η σιγουριά σου. Θα έρθει ο καιρός που θα συνταραχτεί κι αυτή συθέμελα. Όταν βρεθείς στη θέση μας. Μαζί με μύριους άλλους. Τότε θα πάψεις να μονολογείς: ΄σιγά-σιγά!!!΄…..»
« Μα δες τη λέει η λογική..»
«…σας. Εμάς δε μας λέει τίποτα. Δεν υπάρχει πια νόημα στην ηρεμία. Κι ας μας βαφτίζεις τρελούς. Έτσι δεν θα μας προσάπτει κανείς τίποτα που με όλη μας την ψυχή πια…
Προϊστάμενος: «Θα συμβιβαστείτε…. Άδικα κοπιάζετε. Το κάθε σας βήμα είναι δεδομένο. Αλλά σας καταλαβαίνω. Σε σας δεν χαρίστηκε ούτε θέαμα ούτε προνόησε κανείς να παραγεμίσει το στομάχι σας»
«Κι όμως όλος ο ουρανός ήταν γεμάτος υποσχέσεις…»
Σου αρέσει να πείθεσαι. Δεν εξηγείται αλλιώς. Δεν άλλαξε δα και τόσο τώρα που ντύθηκε στα πλουμίδια. Το περιεχόμενο του καθεστώτος μένει ίδιο και απάραλλαχτο. Μα τώρα τα αστέρια τα έχεις. Και το σημαντικότερο: Εκείνη κρυώνει στα μπαλκόνια του κόσμου. Κι από καρδιά έχεις ακόμη πολλή. Μπρος λοιπόν κούρνιασε εσύ αυτή τη φόρα πάνω της. Μη ξεχνάς. Όλα γυρνάνε στη γειτονιά μας. Τέντωσε τις αισθήσεις σου. Όσο πάει. Να φτάσεις όλες τις γωνιές. Να ενωθείς με την ουσία του ανέμου. Επαναστατική μέθεξη. Το περίμενες αυτό. Είδες; Δεν ξεχνάς.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 08-12-2007 | |