Το Πηγάδι του Στοιχειού

Δημιουργός: Νεφελοβάτης

Όταν κοιτάξεις πολύ ώρα μέσα στην άβυσσο, θα κοιτάξει κι αυτή μέσα σε σένα…

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Ελλάδα… Χώρα μαγική γεμάτη παραδόσεις κι αντιθέσεις. Με θρύλους ποτισμένη, με μια μαγεία δικιά της, με έθιμα και παραδόσεις χαμένα στα βάθη της ομίχλης των αιώνων.. Κι ας πάνε να μας πείσουνε πως μοναχά η «καθημερινότητα» υπάρχει και η μουντάδα των τηλε-παρουσιαστών, των Βραζιλιάνικων, και των τοκ-σόου…

Κάθε τόπος, κάθε χωριό έχει τις δικές του ιστορίες να διηγηθεί, στους δικούς τους θρύλους ποτισμένα η γη κι οι άνθρωποι.. Μπορεί και να διαφέρουνε, μα πανανθρώπινοι είναι.. Ναι παγκοσμιοποίηση υπάρχει, πολύ πριν μας την κάνουνε οικονομική και καλά. Μα είναι το πανανθρώπινο των παραδόσεων, των μύθων, της μαγείας που το βρίσκεις με παραλλαγές μεν μα και τόσες ομοιότητες στα πέρατα του κόσμου.. Όλοι οι πολιτισμοί για παράδειγμα, μιλάνε για κατακλυσμό, και όλες οι θρησκείες μιλάνε για μια μάχη που δίνεται στη γη, μα και μέσα μας.. Ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι..

Μα για την Ελλάδα ξεκινήσαμε να μιλάμε, και για τα νησιά της επίσης, που έχουν τους δικούς τους θρύλους.. Και από ένα τέτοιο νησί θα αρχίσει αυτή η ιστορία…

Σαν παιδί ήταν μοναχικός. Μοναχοπαίδι βλέπεις, και σε μια γειτονιά στα προάστια της Χώρας, που δεν είχε πολλά σπίτια γύρω. Τρία παιδιά ήταν όλα κι όλα στην ίδια ηλικία. Παρέα του τα βιβλία, μια και η τηλεόραση τότε δύο κανάλια είχε, και οι ταινίες σπάνιες.. Α και μεγάλωνε με ιστορίες. Του παππού του, που ήτανε πρόσφυγας απ’ τη μικρά Ασία και είχε έρθει στο νησί γύρω στα δώδεκα, στα χρόνια του πάνω κάτω. Και της γιαγιάς του που ήτανε μεγαλωμένη εκεί. Παλιά δασκάλα σε χωριό στα βόρεια που μοναχά κάρο πήγαινε τότε.

Ιστορίες ανάκατες, για τους αρχαίους τους θεούς, με τον Κρόνο που τα παιδιά του έτρωγε, και το Δία με τους κεραυνούς στα χέρια, για τον Οδυσσέα και τα ταξίδια του, για τον καιρό της σκλαβιάς και για το κρυφό σχολειό, για το μαρμαρωμένο βασιλιά, για την καταστροφή της Σμύρνης και τους Τσέτες, για του Χριστού τα πάθη, τον Πρόδρομο, τον Αη Λιά και το κουπί του, και για τον Αη Βασίλη. Με ιστορίες θαλασσινές, για πειρατές, για τους παλιούς, για το σεισμό που έλεγε η προγιαγιά του, του 1880, όταν η θάλασσα έφτασε μέχρι ψηλά τα περιβόλια.. Κι άλλες πολλές, τρομαχτικές και φωτεινές, μα μαγικές συνάμα.. Και έμαθε να ζει σε κόσμους φανταστικούς, να φτιάχνει και δικές του ιστορίες. Σε ένα κόσμο που τα σύννεφα πολιτείες φτιάχνανε στον ουρανό, και τα καλοκαίρια ήτανε μια ατέλειωτη γιορτή, έξω απ’ το χρόνο θαρρείς. Μα και ο χρόνος ήτανε αλλιώτικος τότε, κάθε μέρα έμοιαζε να αργοκυλά μέσα σε ένα χρυσαφένιο φως, από κείνο που συναντάς στα νειραιδοβασίλεια και στα παραμύθια.. Και κείνα τα ζούσε..

Όσο για τα παιχνίδια με τους άλλους σε χωράφια γινότανε, μα σε χώρες μαγικές τους μεταφέρανε. Με κάστρα και ιππότες, με καουμπόηδες και ινδιάνους, με εξερευνητές απάτητων τόπων, και μ άλλες ιστορίες, ανάλογα τι τους είχε κάνει εντύπωση, απ’ εκείνα που διαβάζανε, που βλέπαν..

Μα υπήρχε ένα χωράφι που οι γιαγιάδες τους λέγανε να μην το πλησιάσουν.. Είχε ένα παλιό μαγκανοπήγαδο μέσα. Μεγάλο, πέτρινο με τοίχο στις άκρες, παλιό, απ’ τα χρόνια των Τούρκων ήταν φτιαγμένο. Οι πέτρες ήτανε σαθρές και μάγκανος ο ξύλινος ακόμα εκρατιώταν, ξεχαρβαλωμένος, τα ξύλα σάπια και ταλαιπωρημένα απ’ την πολυκαιρία, μα εκεί.. Και είχε κι άλλο ένα τοίχο γύρω του, σαν κάστρο εφαινόταν..

Κι αν και τους αφήνανε παντού να πάνε, για κει όχι τους λέγανε, μια και ανησυχούσαν. Και όταν ρωτάγανε γιατί, την ιστορία λέγαν. Πως είχε ένα στοιχειό εκείνο το πηγάδι, και μακριά του να ναι.

«Ήτανε λέει τα χρόνια τα παλιά ένας Αράπης, των Τούρκων στρατιώτης. Κακός κι άγριος ήτανε, των Χριστιανών ο φόβος. Πάντα όταν τον βλέπανε δρόμο αλλάζαν όλοι και στα κρυφά, στα γρήγορα, εκάναν τον σταυρό τους.. Μα κάποιο βράδυ μέθυσε από κρασιού κανάτες. Και έχασε το δρόμο του, βρέθηκε στο πηγάδι.. Νερό εζήτησε να πιει, και μέσα στη ζάλη την πολύ γλίστρησε κι έπεσε μέσα. Και όσο κι αν επάλευε, να έβγει δεν μπορούσε. Τον βρήκαν το ξημέρωμα σαν ήτανε πνιγμένος.

Για λίγο το χαρήκανε, μα σαν το κακό είναι πολύ, αναπαμό δεν έχει. Και έτσι κι αυτός συνέχιζε τους ντόπιους να παιδεύει. Σαν περνάγανε τα βράδια από κει κακιά σκιά σαν την ομίχλη εβλέπανε, ύπουλα να σέρνεται, απ’ του πηγαδιού την άκρη. Μορφή να παίρνει τρομερή, το φόβο να σκορπάει. Και τρέχανε όλοι γρήγορα, πριν χάσουν τη μιλιά τους.. Μα και τη μέρα ακόμα, όσοι εκεί δουλεύανε, κάτι κακό παθαίναν.»

Για αυτό λοιπόν τους έλεγαν, απ’ το πηγάδι μακριά, αν θέλετε το καλό σας..

Έλα όμως που ήτανε παιδιά.. Και τα παιδιά εκτός απ’ την περιέργεια, έχουνε και κάτι άλλο. Μια τόλμη, μια αίσθηση πως τα πάντα τα μπορούνε, και το φόβο τον αγνοούνε.. Τουλάχιστον κάνουνε πως τον αγνοούνε όταν είναι με παρέα.. Ε να μη φανούνε και δειλοί στους φίλους τους..

Πόσο μάλλον όταν έχουν ανακαλύψει και ένα καινούργιο παιχνίδι.. Και για τότε που μιλάμε, ήτανε αυτό με τα φυσοκάλαμα. Τα φτιάχνανε από πλαστικούς σωλήνες, από κείνα που χρησιμοποιούνε στις οικοδομές για να περνάνε τα καλώδια. Και για «πυρομαχικά», είχανε σαΐτες από χαρτί, που τις φτιάχνανε οι ίδιοι..

Μα τρία άτομα ήτανε, οπότε για να γίνει μια «δίκαιη» μάχη, θέλανε κι οχυρώσεις.. Οπότε τι καλύτερο απ’ το «οχυρό» που έφτιαχνε ο τοίχος του πηγαδιού.. Την ξέρανε βέβαια όλοι την ιστορία. Μα είπανε πως τάχα δε φοβούντε. Κόψανε δρόμο λοιπόν, και βρεθήκανε στο χωράφι. Δέντρα παλιά και μισοξεραμένα είχε μέσα του, κι αργιόχοτρα που το κάνανε ζούγκλα. Και στου χωραφιού την άκρη, δέσποζε το πηγάδι. Με τον παλιό το μάγκανο, και τον τοίχο από γύρω. Σαν κάστρο ερειπωμένο μα και πιο σκοτεινό απ’ τα γύρω του στα μάτια τους εφάνταζε. Ότι πρέπει για πολιορκία ήτανε το τοπίο..

Κοιταχτήκανε και όλοι μαζί αρχίσανε να προχωράνε. Πολλά στο μυαλό τους ερχότανε, μα το παιχνίδι τους καλούσε. Και όσο πλησιάζανε πιο σκοτεινό φαινόταν. Βλέπανε τα βρύα που απ τις παλιές πέτρες φύτρωναν, βλέπανε τις ρωγμές στον τοίχο, τα ξεχαρβαλωμένα ξύλα, μα τα μάτια τους κολλημένα ήτανε στου πηγαδιού τα χείλη.. Στις σκιές… Μα συνεχίσανε να πλησιάζουν.. Και μετά από ώρες θαρρείς εφτάσανε κοντά.. Και τότε…

Α μα τότε, έπρεπε να κοιτάξουνε μέσα, να σιγουρευτούν.. Γαλάζιος ο ουρανός, γαλήνια η φύση γύρω τους, μα μέσα τους τρικυμία.. Κοιταχτήκανε ξανά. Και ο μεγαλύτερος κατάλαβε, πως εκείνος να πλησιάσει έπρεπε.. Αργά και σχεδόν σταθερά, πλησίασε. Ανέβηκε σε μια πέτρα, ακούμπησε τα χέρια του στα χείλη του πηγαδιού, και έσκυψε προς τα κάτω..

Και είδε…

Γύρισε σοβαρός στους άλλους και είπε…

«Ελάτε..».

Και κοιτάξανε κι αυτοί. Και είδαν τι υπήρχε μέσα.. Νερό, άμμος, και πέτρες που είχαν πέσει.. Και σκιές μα μάλλον απ’ τα σύννεφα είπαν πως ήτανε εκείνες..

Οπότε χαμογέλασαν, κι αρχίσαν το παιχνίδι..

Θα μπορούσε να τελειώσει εδώ αυτή η ιστορία.. Αν δεν..

Πολιορκία είπαμε έπαιζαν.. Ζούγκλα τα χόρτα γύρω.. Και σε μια έφοδο λοιπόν μια πέτρα που δε φαινότανε βρέθηκε στο δρόμο του μεγαλύτερου πολιορκητή και του προκάλεσε ένα πολύ αξιοσέβαστο διάστρεμμα.. Τόσο που δεν μπορούσε το πόδι να πατήσει.. Τέτοιο, που τα 500 μέτρα για να βγει ξανά στο δρόμο για το σπίτι, η πιο μακρινή απόσταση που είχε κάνει στη ζωή του του φάνηκε.. Τέτοιο που ένα εξόγκωμα οστικό του άφησε για ενθύμιο στο πόδι..

Και άκουσε και έναν πλούσιο εξάψαλμο σαν γύρισε στο σπίτι.. Όταν έμαθε η γιαγιά που το παθε.. Μια και εκτός του τόπο που έγινε, ήταν και μεγαλοβδομάδα.. Και τις λέγανε τις μέρες εκείνες στο νησί «πείζουλες».. Όπως μετά τα Χριστούγεννα και ως τα φώτα που βγαίνουνε οι καλικάτζαροι και πειράζουν τους ανθρώπους, έτσι και τότε, μια κι ο Χριστός στον Άδη κατεβαίνει, λέγανε πως ο «πειρασμός», ο διάβολος, πιότερη δύναμη έχει.. Κι έμεινε και όλες σχεδόν τις διακοπές στο κρεβάτι, με μια ασπρόμαυρη τηλεόραση παρέα…

Περάσανε τα χρόνια, μεγάλωσε κι εκείνος.. Και «εκλογικεύοντας» αυτή την εμπειρία, μπορούσε να καταλάβει πως η ιστορία της γιαγιάς είχε κατά βάση την ανησυχία της για το παλιό πηγάδι.. Μια που μετά τόσα χρόνια ασυντήρητο, ήτανε μια παγίδα για όποιον το πλησίαζε, πόσο μάλλον για μικρά παιδιά..

Μα το παιδί μέσα του θυμάται.. Θυμάται τις σκιές να χορεύουνε στην άκρη του πηγαδιού. Μα και πως όσο κι αν ήτανε σφιγμένο το στομάχι, όσο κι αν φτερούγιζε η καρδιά, το βήμα του ήταν σταθερό. Και τα χέρια επίσης, κι ας ήτανε σφιγμένα σε γροθιές.. Και το ότι κοίταξε…

Και χαμογελάει κάθε φορά που το σκέφτεται, μια και όσο κι αν ήταν τρομαγμένος είχε τη δύναμη. Να ψάξει το στοιχειό που τον φόβισε, να τ’ αναζητήσει, να τ’ αντιμετωπίσει.. Να γυρέψει κατάματα να το δει..

Κι ακόμα χαμογελάει, γιατί συνεχίζει σαν χρειαστεί, την άβυσσο να κοιτά. Και μόνος του τώρα πια.. Για ώρα πολύ.. Κι ας κοιτά κι αυτή μέσα του.. Και το στοιχείο που στα σπλάχνα της καραδοκεί, κρύβεται φοβισμένο..

Μια που το σκοτάδι το μέσα του, αυτό που η άβυσσος κοιτά, αστέρια είναι γεμάτο…

Όπως και του καθενός, της καθεμίας που προς τ’ αστέρια βλέπει..


29-12-07

Επεξηγήσεις.

Τσέτες: Οθωμανικό άτακτο ιππικό, υπεύθυνο για πολλές σφαγές και εγκλήματα την περίοδο της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Μάγκανος: Ένας μηχανισμός για την άντληση νερού. Αποτελούνταν από μια μεγάλη ρόδα, με κουβάδες πάνω τους. Κινούνταν με τη χρήση ζώων, καθώς γύριζε μετέφερε το νερό προς τα πάνω, σε έναν ανοιχτό σωλήνα. Και από κει σε αυλάκια για την άρδευση των χωραφιών ή των περιβολιών.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 30-12-2007