Πέρα απ' τις Φωτιές

Δημιουργός: Νεφελοβάτης

Μια ιστορία, ένα γραπτό, απ’ τα παλιά ακουσμένη. Μα όπως και κείνη, έτσι και το γραπτό, επίκαιρο και τώρα..

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Στάχτη έβρεχε στο κέντρο, σαν και δυο μήνες πριν, που για τρεις μέρες τ’ αποκαΐδια μια καμένης ομορφιάς καλύπταν την Αθήνα.. Και το φεγγάρι κόκκινο ήτανε ξανά, και σκεπάζανε τα σύννεφα του καπνού τον ήλιο.

Κι όλοι φωνάζαν για πολέμους και για θύματα αθώα, λες και πρώτη φορά ανακαλύψανε πόλεμος τι θα πει.. Λες και δεν χάνονται κάθε μέρα τόσοι και τόσοι αθώοι στης ασφάλτου το βωμό. Λες και δεν καίγονται τα δέντρα κάθε καλοκαίρι, σε βωμούς τσιμέντου κι οικοπέδων. Λες και μόνο οι άνθρωποι και τα ζώα είναι που πονάνε όταν καίγονται. Λες και τα δέντρα δεν έχουν τη δικιά τους φωνή, εκείνη που τραγουδά με τα ανέμου την ανάσα. Λες και κάθε μέρα δεν κλείνουν τα μάτια στην παράνοια. Λες και κάνουν για να τα αλλάξουν όλα αυτά. Λες και δεν ξεχνάνε μετά δυο τρεις μέρες. Λες και δεν ξεχάσαν είδη..

Κι όμως πάνω στη μηχανή, μες της ασφάλτου της παράνοιας το καμίνι, ένας σκοπός μου ερχότανε στο νου. Από ένα παλιό τραγούδι. Κάποιο που έχει τη δικιά του ιστορία. Κάποιο που γλύτωσε από φωτιές κι αντάρα, κι ακόμα κάποιοι το σιγοτραγουδάν. Εκείνο που λέει το « Σ αγαπώ γιατί είσαι ωραία..».

Είχα ακούσει την ιστορία του πριν κάτι χρόνια.. Σμυρνιά καταγωγή έχει, και το δικό του μύθο.. Δεν ξέρω αν είναι αληθινός, μα έχει την ουσία των μύθων μέσα του. Εκείνη που μιλάει στην καρδιά, και φέρνει το δικό της, γλυκόπικρο μπορεί χαμόγελο στα χείλη..

Το τραγουδούσε λένε κάποιο παλικάρι ερωτευμένο, σε ένα σοκάκι της πόλης, κάτω απ’ το παραθύρι μιας κοπελιάς. Φτωχόπαιδο εκείνος, πλούσιοι οι δικοί της, απαγορευμένος ο έρωτας για αυτούς. Μα κάθε βράδι εκείνος ήτανε εκεί και ανέλπιδα μπορεί, με ότι καιρό και να κάνε, το σιγοτραγουδούσε μήπως και τα θεριά των πρέπει τους αλλάξει..

Ώσπου τους προλάβανε οι φωτιές, που ήθρε η αντάρα.. Ξεχύθηκε στην πόλη το κακό και η φωτιά κατέκαιγε τα πάντα για μέρες, που σα χρόνια φαινότανε θαρρείς.. Σπίτια, δέντρα, λεφτά κι ανθρώπους έκαιγε, με μια επιμονή που μοναχά εκείνη που απ’ ανθρώπινη μανία ξεκινά, μπορεί να έχει..

Και κάπου εδώ σταματά η ιστορία που έμαθα.. Το πιο πιθανό είναι πως χαθήκανε και κείνοι στη φωτιά, όπως τόσες και τόσες αγάπες, όπως τόσες άλλες ανείπωτες ιστορίες και ζωές.. Μοναχά που μέσα μου, βλέπω ένα άλλο τέλος για κείνους.. Αληθινό η όχι δεν το ξέρω.. Αυτό που νιώθω είναι, πως ότι και να γίνε, όποιο και να τανε το τέλος εκείνοι μαζί θα ήτανε, σ ένα μαζί πέρα από δω, άχρονο μα και διαχρονικό συνάμα..

Γλυτώσανε λοιπόν και οι δυο, λέει η δικιά μου ιστορία, μονάχα που χαθήκανε.. Κι αλλάξανε οι ρόλοι.. Εκείνος πήγε στην Αθήνα και μια και πιάνανε τα χέρια του, και το λέγε η καρδιά του, πρόκοψε εκεί, και στάθηκε στα πόδια του ξανά. Μια και το μόνο που κανείς, ποτέ δεν μπορούν να μας πάρουν, είναι αυτά που πάντα μαζί μας κουβαλάμε. Σπίτια καίγονται, τα λεφτά χαρτιά γίνονται, τα πετράδια για ένα κομμάτι ψωμί μπορεί να σου τα πάρουν, μα εκείνα που χεις μάθει, που χεις μέσα στο μυαλό και την καρδιά κανείς, ποτέ να σου τα πάρει δε μπορεί.. Μαζί σου χανόνται σαν χαθείς, μα όσο είσαι ακόμα, δω δικά σου είναι πάντα..

Και πάντοτε, ότι και να κανε την έψαχνε, μια και η καρδιά του σε κείνη ήταν δωσμένη. Και αν και πέρασε καιρός, κάποια στιγμή τη βρήκε. Στα προσφυγικά, μέσα σε μια καλύβα. Φτωχοί οι δικοί της τότε πια, και πλούσιος εκείνος. Μα πάντα έτσι ήτανε όσο κι αν δεν φαινότανε στα μάτια αυτών που τον κόσμο μας θένε να τον ορίζουν..

Και ναι μαζί εζήσανε εδώ, για όσο εκείνο που το χρόνο μας μετρά τους έδωσε να ζήσουν..

Μα κι έτσι να μην έγινε, σώθηκε αυτό που την ουσία και το μεγαλείο της ιστορίας τους ως εδώ, μέσα απ το χρόνο, αναλλοίωτο μας φέρνει.. Ναι εκείνο το τραγούδι. Που καθώς ο σκοπός του αγγίζει το μυαλό και την ψυχή, τους λέει κάτι που μοιάζει να είναι πέρα από δω..

Πως όσο και να καίνε οι φωτιές, όσο και να προσπαθεί η αντάρα, όσο κι αν έρχεται η σκοτεινιά, η ομορφιά είναι εδώ.. Και μιλάει στις καρδιές μέσα απ’ το χρόνο..

Και πως αντέχει, όπως αντέχει κάθε τι μεγάλο κι αληθινό, πέρα και έξω από κάθε όριο φτιαχτό..

Οπότε ναι, μες τις φωτιές αυτός ο σκοπός ερχότανε.. « Σ αγαπώ γιατί είσαι ωραία, σ αγαπώ γιατί είσαι εσύ, κι αγαπώ κι όλο τον κόσμο, γιατί ζεις και συ εκεί..».

Αυτό λοιπόν και τίποτα άλλο..

Ένα τέτοιο τίποτα που φέρνει ένα χαμόγελο στην καρδιά μα και στα χείλη, μια και της δείχνει, πως τα σκοτάδια, οι φωτιές, η μοναξιά, το γκρίζο, περαστικά είναι σύννεφα μες της ζωής το δρόμο..

Και πως το φως είναι εδώ, κι έρχεται πάντα, ότι και να γίνει, ότι και να λεν..

Κι ας είναι από μια ανάμνηση μοναχά, από μια ιστορία, ένα γραπτό, ένα παλιό τραγούδι…


22/09/07

Δημοσίευση στο stixoi.info: 07-01-2008