Ο Σκορπιός που Αγάπησε Δημιουργός: Νεφελοβάτης Παραμύθι.. Στο συγκεκριμένο, ταιριάζει αυτό που υπάρχει στην υπογραφή… Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Πλάσμα της νύχτας ήτανε. Μοναχικός κυνηγός, όχι από επιλογή μα από της φύσης του επιταγή. Κυνηγούσε μόνο από ανάγκη, όχι από ευχαρίστηση όπως οι άλλοι, μια και έπρεπε να ζήσει..
Μα αυτό που λαχταρούσε ήτανε τα άστρα να αγναντεύει.. Με αυτούς του είδους του, καλά δεν ήτανε ποτέ. Ανούσιοι ήταν, μοχθηροί, και άσπλαχνοι συνάμα.. Το μόνο που ζητούσαν να ζουν μες στο σκοτάδι, να σέρνονται ύπουλα στις σκιές και να χαίρονται με το κακό που κάνουν.. Να γελάνε με τον πόνο που προκαλούν, με την λύπη που έσερναν μαζί τους.
Κι έτσι μακριά τους έμενε, κι όλο ονειρευόταν. Πως μια αγάπη θε να βρει, μαζί της για να ζήσει. Μα πώς ν αγαπήσει και ν αγαπηθεί; Πώς να αγκαλιάσει αφού χέρια δεν είχε; Αφού για πόνο τα άκρα του ήτανε μοναχά φτιαγμένα; Πώς να χαϊδέψει αφού νύχια γαμψά είχε αντί για δάχτυλα; Πώς να ζήσει με κάποια π αγαπά, αφού στο δηλητήριο ήτανε βουτηγμένος;
Κι όσο κι αν το προσπάθησε, όλα τα πλάσματα της γης εκείνον εφοβόταν. Κι ας πήγαινε μ αγάπη στη καρδιά, χαμόγελο στα μάτια. Ένα σκορπιό εβλέπανε, κι όχι αυτό που ήταν.. Ποτέ του δεν τα κάκισε, μια κι ήξερε τους «δικούς» του..
Μα το άδικο τον έπνιγε, μια κι η ψυχή τον ουρανό το φως πάντα του λαχταρούσε αν κι η φύση του στη γη τον είχε δέσει..
Κι αποφάσισε πως αφού να κάνει αυτό που θε, ποτέ δε θα μπορέσει, πιο καλά να φύγει απ τη φυλακή που οι θεοί του τάξαν. Δεν ήθελε να πα από άλλου το κεντρί, μα από το δικό του.. Μια κι αφού δικιά του η απόφαση, δικιά του και η πράξη. Δεν διάλεξε να γεννηθεί, μα αυτός θα διάλεγε τον τρόπο που θα φύγει..
Πήγε λοιπόν στο ξέφωτο, εκεί που ονειρευόταν, με τα αστέρια πάνωθε, να είν η τελευταία συντροφιά, πριν στο σκοτάδι το βαθύ για πάντα να τον πάρει..
Κι από καρδιάς τραγούδησε, σκοπό τον τελευταίο. Μιλούσε για μια άλλη γη, που στην ψυχή του είχε. Για έναν τόπο φωτεινό, και μαγικό, εκείνον που δεν ήτανε, μα θα μπορούσε να ναι.. Εκεί που η μορφή του καθενός, καθρέπτης θα ταν της ψυχής, κι οι φωτεινές καρδιές στον ουρανό θα ζούσαν. Εκεί που όλη η ομορφιά απ’ τα μέσα θα πηγάζει. Εκεί που όλοι να τη δούνε θα μπορούν, κι αυτή θ αναζητάνε…
Και μια σιωπή απόκοσμη θαρρείς, απλώθηκε στην πλάση. Μα κι αν απλά ψιθύριζε, όλα γύρω του άκουγαν, ο άνεμος τα μετέφερε παντού σ αυτό τον κόσμο.. Και ήταν όλα σιωπηλά, μα και σαν να αλλάζαν. Φως να ανάτειλε παντού σαν το σκοπό ακούγαν..
Κι αφουγραζόταν όλα τους, τα πάντα γαληνεύαν. Στεκόταν και ακούγανε, μα ακόμα κι αν δακρύζαν, κι αν τη μαγεία ένοιωθαν, κανένα δεν πλησίαζε, μια κι όλα εφοβόταν.. Γιατί αν και το τραγούδι ένοιωθαν μες την καρδιά τους, το νου κολλημένο στη μορφή, στις άλλες τις ταμπέλες. Εκείνες που τους μάθαιναν από γεννησιμιού τους, μα και τυφλούς τους κάνανε σε όλα όσα αξίζουν..
Και η μελωδία απλώνοταν για μίλια ολογυρά του.. Μέχρι που εκείνη τ’ άκουσε …
Πλάσμα ήτανε του φωτός, μα ήταν μοναχή της. Μια κι είχε μια ψυχή αγνή, καθάρια, και ευγενική, μ αλήθεια στην καρδιά της. Κι είχε μια όψη που θαρρείς έβγαινε απ το μύθο. Κι αν ζούσε και στη γη αυτή, πλάσμα του κόσμου μοναχά αυτού, δεν ήταν.. Γεννημένη ήτανε κάτω απ άλλα αστέρια, και μες το φως του φεγγαριού ήταν μεγαλωμένη.. Όμορφοι τη ζητούσανε, πολλοί την εθελήσαν. Μα εκείνη πάντα έβλεπε τι είχαν στην καρδιά τους. Και μακριά τους έφευγε, μια και σκοτάδια μέσα τους ήταν όλοι γεμάτοι.. Κι έτσι μονάχια έμμενε, απογοητευμένη, από όλους κι απ τον κόσμο αυτό, ζούσε αποκωμένη. Βρισκόταν στο ενδιάμεσο, σαν να κοιμώταν ήταν, εκεί που ζουν τα όνειρα, στων ξωτικών τα δάση..
Και ξάφνου τη βρήκε ο σκοπός, που στην καρδιά της μίλησε και στο εδώ ξανάρθε.. Αχνά πολύ τον άκουγε μα μέσα της μιλούσε. Κι ήξερε πως ότι γύρεψε, ότι ονειρευόταν, μέσα εκεί ανατείλλαν. Μα καταλάβενε πως κάλεσμα δεν ήταν. Τραγούδι τ’ αποχωρισμού ήτανε, του αντίο. Και τότε πια το έννιωσε, το λάθος που είχε κάνει. Αυτή η απογοήτευση, που άδειαζε την καρδιά της, στη μοναξιά την έδενε που δεν ήτανε δικιά της.. Κι ενώ αυτός που έψαχνε υπήρχε εκεί έξω, εκείνη είχε απελπιστεί σταμάτησε να ψάχνει.. Μπορεί τώρα να τον έχανε, πριν να τον δει ακόμα… Κι έτρεξε σαν τον άνεμο να βρει αυτό που η καρδιά εζήτα, πριν πια αργά να είναι..
Εκείνος πια ετέλειωσε τη μελωδία τη στερνή, και έννιωθε έτοιμος την άβυσσο βαθιά να την κοιτάξει. Μα ήταν και χαρούμενος.. Μια και είχε ζήσει έστω για στιγμές μέσα στα όνειρα του.. Είχε δει με μια κρυστάλλινη καθαρότητα έναν άλλο δρόμο.. Που ήξερε μέσα του καλά, πως κάπου έξω υπάρχει. Ή πως θα μπορούσε να υπάρξει, σε μια άλλη πραγματικότητα, την πραγματική ίσως.. Εκεί που όλα είναι δυνατά. Μια και εκεί θα υπήρχε αυτό που κάθε πλάσμα αναζητά. Η Ελευθερία.. Της Βούλησης, της Επιλογής, εκεί που η Φαντασία το Όνειρο, δε θα ναι άπιαστα, μα η Ζωή η ίδια..
Μ ένα χαμόγελο, γύρισε ν αποχαιρετίσει τα αδέρφια του εκεί ψηλά.. Φαρμάκι απ το κεντρί του έσταζε, που έτοιμο ήτανε το χτύπημα να δώσει.. Και με τα μάτια του ψηλά με δύναμη εκείνο εκατέβει.. Και ενώ λοιπόν σκοτείνιαζε, το βλέμμα στη γη εγύρισε, μια και είδε το φως του φεγγαριού στο ξέφωτο να βγαίνει.. Και την είδε..
Ολόλευκη, πανέμορφη, μέσα στο φως λουσμένη. Πλάσμα του μύθου λέγανε πως ήτανε το είδος το δικό της.. Μια και Μονόκερος στη γη αιώνες είχε να διαβεί, να αλαφροπερπατήσει.. Και έμεινε ακίνητος την ομορφιά να βλέπει.. Και είχε ολοζώντανη απόδειξη μπροστά του, γι αυτό που πάντα πίστευε, πως θαύματα πάντα μπορούν να γίνουν.. Και με θλίψη κατανόησε, πως σαν η Ελπίδα έχει χαθεί, όταν αυτά εμφανιστούν, αργά μπορεί πάρα πολύ, να είναι πια για κάποιον..
Τον κοίταξε και εστάθηκε, για λίγο ξαφνιασμένη.. Πώς ένα πλάσμα σκοτεινό, απ τη γενιά της νύχτας, να το μπορεί, μα και να θε για αστέρια να μιλάει.. Μα ευθύς μετά, πραγματικά τον είδε.. Είδε ποιος ήταν αληθινά.. Πέρα από μορφές, δαγκάνες, δηλητήρια κι επιταγές της φύσης… Και με ένα δάκρυ από χαρά, άφοβα τον πλησίασε, ακίνητος ως ήταν..
Και τότε εκατάλαβε, πως είχε πια αργήσει.. Μια και το δηλητήριο, στο αίμα του κυλούσε, σκοτείνιζε πια η ματιά , κρυβότανε τα αστέρια. Αυτά που είχε μέσα του, σύμπαντα που εφτιάχναν.. Κατάλαβε πως θα χανε, τα πάντα, πριν τα έχει… Μια στιγμή μόνο θα μενε, ένα αχνό τραγούδι, και κόσμοι θα χανοτάνε μια κι είχε πια αργήσει..
Το δάκρυ της σα βάλσαμο αργοκύλησε πάνω στο κέλυφος του… Και σαν ακούμπησε εκεί που το φαρμάκι δούλευε, μια άχλη τότε εφάνη.. Ήταν ομίχλη μαγική, ομίχλη χρυσαφένια, που και τους δυο τους σκέπασε, απ’ εκείνους που εβλέπαν…Και ξάφνου μια θύελλα από χρώματα εφάνη, και ο ήλιος σαν να ανέτειλε στο ξέφωτο εκείνο..
Όταν όλα ηρέμησαν μπορέσανε να δούνε.. Και μείναν όλοι άφωνοι, έκθαμβοι, μαγεμένοι..
Δυο ήταν πια Μονόκεροι, που κάλπαζαν παρέα.. Κι από χαρά αστράφτανε, γέλιο παντού σκορπούσαν. Και η ωδή που ύφαιναν, εφώτιζε την πλάση.
Και έφυγαν μες της νυχτιάς το φωτεινό σκοτάδι, σαν να πετούσαν ήτανε, σ’ αυτόν και σ άλλους κόσμους..
Κι όταν τους έβλεπε κανείς στη γη να περπατάνε, χαμόγελο ανέτειλε ουράνιο στην καρδιά του..
Μια κι ήξερε εκείνο το απλό κι αληθινό, που μέσα μας υπάρχει.. Πως ότι κι αν μας έταξε η φύση και οι άλλοι, τα πάντα το μπορεί κάποιος να τα αλλάξει. Να γίνει αυτό που θέλησε, που ο εαυτός λαχτάρει ..
Αγάπη σαν έχει στην καρδιά, και πίστη στην ψυχή του, τότε, ποτέ δεν είναι αργά το όνειρο για να ζήσει..
Και πως το φως απ’ την ψυχή σκοτάδια δεν το σκιάζουν..
8-10/1/08. Δημοσίευση στο stixoi.info: 10-01-2008 | |