Η Σπηλιά

Δημιουργός: AceOfSpades, Σπλατς

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info


[color=black][font=georgia]Μ’ ένα κρυφό μεράκι ήρθε πάλι ένα δείλι και μ’ έβαψε κόκκινο
κι έχω στα χέρια το πρόσωπο της πέτρας , μ’ ένα πλατύ φρύδι από χώμα
και με λίγα έργα σκοτωμένα της αράχνης για μαλλιά ν’ ανεμίζουνε..
Όρθια μπροστά μου η θάλασσα μ΄ άγρια πλοία επάνω της
σαν καβαλαρέοι τ’ Άη Γιώργη που δεν μπορεί ν’αποτινάξει στανικά.
Στο ορφανό το πιόνι του τρελού ήλιου επάνω σ΄έναν γλάρο
που βόσκει λιγωμένος τα ξεφτισμένα σύννεφα
Εκεί να σημαδέψω ίσα, να κάμει η πέτρα κοφτές και σούσουρο
και μπιχλιμπίδια επάνω στο μύρο το γαλάζιο...

Ποιος Πελασγός προφήτης μ’ ανέσυρε από το άντρο του χρόνου ?
Έξω περνούνε τα βιολιά κι οι νεράιδες με στήθη γεμάτα απ’ το χυμό της άνοιξης.
Έξω περνούν σε εφτάδες οι γάτες με κουρελούδες γούνες, κυρτές,
με νύχια καρφωμένα στους θυμούς μου.
Κι οι τράτες κι οι γρίποι μετρούνε υδάτινα χαλίκια να βρουν το δρόμο
παραπατώντας επάνω στο κυπαρίσσι.
Όλοι περνούνε κι εγώ μικραίνω και χάνομαι..
Μα υπάρχει στο βάθος το στόμα της σπηλιάς το αρχαίο
προσκέφαλο σε κάθε εφιάλτη μου, από μικρός που έβλεπα
του Κύκλωπα το μάτι να αστράφτει από κει μέσα.
Να βγαίνει με ξύλινη οργή και με στρωμένη νύχτα εμπρός του
να περνάει τη θάλασσα, βρεγμένος ως τη φτέρνα
να ‘ρχεται στο πατρικό
τη σκέπη να σηκώνει με τον δαχτυλιδά μα πριν προλάβει να με φάγει
η μάνα να ‘ρχεται κυκλώνας να τον σηκώνει
και πάλι στη σπηλιά να τον πετά και να σφραγίζει τα απάνω του,
μ’ ένα νησί ολάκερο.



Μ΄ένα κρυφό μεράκι ήρθε πάλι το δείλι να μου θυμίσει τη μάνα και τον Κύκλωπα.
Κι έχω μια πέτρα στο χέρι μα πώς να κάμω τη θάλασσα να κλάψει πιότερο
που είναι γεμάτη δάκρυα..

Έχουμε όλοι αντί για χνώτο αρμύρα..
Στα πόδια φοράμε αχινούς μήδε στεκόμαστε όμως
σα βγαίνει ο Αλάριχος μαινόμενος να κάψει την αιώνια πόλη.
Τρέχουμε στα κίτρινα πατώματα του καλοκαιριού
με την κιμωλία να ‘βοδιάζει ακόμη στ’ αχέρια.
Με κείνη την κιμωλία που πετσοκόβει πίνακες με αριθμητικές και ορθογραφίες
και στης Ρηνούλας της ποδιάς το γαλάζιο.
Έχουμε όλοι αντί για μάτια φωλιές καστανές του κορυδαλλού
σα ψάχνουμε τη λεδώνα και στήνουμε τη ξώβεργα και το τζαμί.
Κι όταν φοράει η μέρα το μαύρο της το κούντρο και μοιάζει νύχτα
‘μεις δεν ξεγελιόμαστε
Εμείς πάλι μέρα τη βλέπουμε που ήπιε το όλο φως,
μα από του ήλιου το βαρέλι θα γεμίσει πάλι.
Κι αυτό γίνεται κι εγώ θέλω να θυμάμαι.
Και θέλω να θυμάστε (αυτό σας λέω)
πώς ήταν όταν μαζεύαμε με την απόχη τα χαμόγελα
Κι όσο πιο μεγάλα ήταν τα χαμόγελα
τόσο πιο εύκολο να μη γλιστρήσουνε έξω και χαθούνε
Για ότι συνέβαινε, λευκό ή μαύρο.

Φεύγει η πέτρα απ’ το χέρι μα είναι η θάλασσα μέταλλο αυστηρό πια.
Χτυπάει επάνω , κι αντιλαλεί η σπηλιά.
Τρέμει ο βυθός και το δελφίνι το αρπαχτικό.
Σπάει του φάρου την οσμή και συνεχίζει να κάμει κοφτές
περνάει την ξέρα με το μισίρι και του αστερία τα βέλη
βγαίνει στην καταδίωξη κόντρα και ειδοποιά τις τράτες που καλάρουν παράνομα...
Θα’ ναι τώρα κατά τη Βουρλιά και τα μάτια μου ίσα που την ακούνε.
Απ’ τη σπηλιά την ακούνε.
Θα ξύπνησε ο Κύκλωπας έτσι που μπούκαρε χελιδόνα αφιονισμένη..


Μου καίγεται στα πόδια η χλωρή άμμος..
Μια βρόμικη φωτιά ανάφτει πιο πέρα να ζήσει το στάχυ του κάμπου
μα τρώγει όλη τη ζάχαρη του κρύου που νιώθω.
Δε τρόμαξα όπως τότε κι η μάνα ούτε ήρθε σαν αγερικό έστω...[/color][/font]



{Α}

Δημοσίευση στο stixoi.info: 11-01-2008