η σιδερένια πυγμή

Δημιουργός: marakos1948, Μάριος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Μια φορά κι ένα καιρό, σε κάποιο μικρό χαλιφάτο από τα πολλά που υπήρχανε διάσπαρτα στην Ανατολή,ένας νεαρός πρίγκιπας κίνησε για το μεγάλο ταξίδι. Προορισμός του .. το απόκρημνο βουνό της γνώσης.Εκεί πάνω σε μια απρόσιτη σπηλιά ζούσε ο μεγαλύτερος σοφός της Ανατολής και χρειαζότανε τις συμβουλές του ,καθώς ο μεγάλος Βεζίρης και πατέρας του ήτανε στα τελευταία του.Μέρες και νύχτες έκανε να φθάσει σ εκείνο το μέρος που μόνο νυχτερίδες φωλιάζανε στις απόκρυφες γωνιές του.
Αφήνοντας ξοπίσω του την συνοδεία του, έστρεψε το κεφάλι προς τα πάνω,εκεί που σε μια κόχη ένος βράχου φώλιαζε η σοφία.Κάποια στιγμή,ένα γεροντικό χέρι του ένευσε καλώντας τον ν ανέβει μέχρι κει πάνω.
Άρχισε να σκαρφαλώνει μοναχός μέχρι ένα μικρό πλάτωμα αλλά η σπηλιά του σοφού ήτανε στην άκρη ενός γκρεμού και χρειαζότανε από κάποιο σημείο και πάνω την βοήθεια του για να μπορέσει να φθάσει ως τη σπηλιά.
Φώναξε με τόση απόγνωση καλώντας τον να βοηθήσει, που ο αντίλαλος του επαναλήφθηκε αμέτρητες φορές από τις γύρω βουνοκορφές ξεσηκώνοντας τα πλάσματα του βουνού .
Κάποια στιγμή ξαναφάνηκε η γεροντική σιλουέτα κρατώντας στα χέρια μια ανεμόσκαλα ώστε σκαρφαλώνοντας πάνω της να φθάσει ασφαλής μέχρις εκεί.
Το κατόρθωσε τελικά και μετά απο πολύ ιδρώτα, αφού δέχθηκε τις ριπές των ανέμων και τις επιθέσεις των γυπαετών που με τα ραμφίσματα τους τον είχανε πολλές φορές σταματήσει, προκαλώντας του μικροαμυχές . Με τα πολλά τα κατάφερε να δρασκελίσει και τα τελευταία μέτρα. Κατόπιν αφού υποκλίθηκε με πολύ σεβασμό μπροστά στον γέροντα ,κάθισε κατάκοπος και οκλαδόν δίπλα σε μια μικρή φωτιά που πάντοτε έκαιγε για να ζεσταίνει τον χώρο.
Εκείνος ετοίμασε το τσάι και έστρωσε αρκετό άχυρο σε μια γωνιά για τον Υψηλό επισκέπτη του,που από καιρό ζητούσε να τον συναντήσει. ¨¨εδώ θα κοιμηθείς απόψε Υψηλότατε, δεν έχω κάτι πιο άνετο να σου προσφέρω¨ είπε και του γύρισε αδιάφορα την πλάτη.΄΄Δεν θέλω να κοιμηθώ εδώ απόψε γέροντα, μόνο μια ερώτηση θέλω να σου κάνω και κατόπιν θα φύγω¨¨είπε ο νεαρός πρίγκηπας και στάθηκε καμαρωτός μπροστά του.
Ο γέροντας κάθισε ήσυχα απέναντι του, προσφέροντας του μια κούπα με ζεστό τσάι.¨¨Μόνο μιά ερώτηση ,μόνο μιά¨¨επανέλαβε κοιτώντας τον με υπεροψία ο νεαρός.
Ο γέρο σοφός μισοξάπλωσε στα άχυρα του πίνοντας γουλιά γουλιά το τσάι του,χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία στα λόγια του βιαστικού Πρίγκιπα.
Ο χρόνος κυλούσε και η νύχτα είχε πέσει για τα καλά κάνοντας πλέον αδύνατη την επιστροφή του νεαρού πρίγκιπα πριν απ το ξημέρωμα. ¨Σε λίγες μέρες θα γίνω Βεζύρης,και ήρθα εδώ πάνω για να με συμβουλέψεις, πώς να ασκώ με σιδερένια πυγμή την εξουσία , ακούς γέρο?¨¨είπε με ύφος εριστικό υψώνοντας μάλιστα τον τόνο της φωνής του.
Ο γέροντας όμως συνέχισε να πίνει ατάραχος το τσάι του χωρίς και πάλι να του δίνει σημασία λές και ήτανε μόνος του σ εκείνη την σπηλιά.
Η κατάσταση είχε φθάσει σε επικίνδυνο σημείο όταν σε έξαλλη κατάσταση πια ο μελοντικός Βεζύρης, έδωσε μια κλωτσιά και πέταξε στον γκρεμό που έχασκε μπροστά του τα λιγοστά ξύλα που ήτανε μαζεμένα σε σωρό δίπλα στη φωτιά.¨¨Δεν σε ρωτάω για το λόγο που συμπεριφέρθηκες έτσι νεαρέ μου,αλλά αναλογίσου πώς θα μπορέσεις να βγάλεις τη νύχτα χωρίς ζεστασιά¨¨είπε γαλήνια ο σοφός κοιτώντας με λύπη τη φωτιά που σιγόσβηνε.
Ο Πρίγκιπας τότε κατάλαβε πως όλη τη νύχτα θα βρισκότανε στο έλεος του κρύου,που ήδη έκανε αισθητή την παρουσία του. ΄΄σε παρακαλώ απάντησε στο ερώτημα μου ¨ψέλλισε σχεδόν κλαψουρίζοντας .
Ο γέρος έπιασε μια προβιά και του την πέταξε, γεμίζοντας του ξανά την κούπα με τσάι. ¨¨μα την απάντηση που ήθελες την έδωσες ο ίδιος με την στάση σου πρίγκιπα ,τι με χρειάζεσαι άλλο?¨¨είπε κοιτάζοντας τον βαθιά στα μάτια.
Ο Πρίγκιπας έστρεψε τα μάτια του προς το κενό ,καθώς δεν μπόρεσε να πιάσει το νόημα των λόγων εκείνου του σοφού ανθρώπου.¨¨ εξήγησε μου σε παρακαλώ, μη με ταλαιπωρείς άλλο,δεν κατάλαβα τι ακριβώς εννοείς¨¨ είπε περίλυπα γονατίζοντας μπροστά του.
΄΄άκουσε λοιπόν αυριανέ Βεζύρη που θα διαφεντεύεις τις τύχες του λαού σου.. ,..πετώντας τα ξύλα που θα μας ζέσταιναν την νύχτα, άσκησες με σιδερένια πυγμή την εξουσία …¨¨Ο πρίγκιπας κρεμάστηκε απ τα χείλη του περιμένοντας την συνέχεια..¨¨..αλλά έχασες την ζεστασιά και την θαλπωρή τους¨¨
Ο Πρίγκιπας κατάλαβε το νόημα και σκύβοντας ταπεινά το κεφάλι,κουκουλώθηκε με την προβιά ξαπλώνοντας δίπλα του με απάγκιο το γέρικο κορμί.
Όταν το φώς της ημέρας έλουσε κάθε γωνιά της σπηλιάς ο γέρος εξακολουθούσε να κοιμάται τουρτουρίζοντας ...
Ο πρίγκιπας τότε τον πλησίασε και με πολύ προσοχή τον ταρακούνησε για να ξυπνήσει.¨¨ζήτησε μου ότι θέλεις γέροντα και θα το έχεις¨είπε ικανοποιημένος για την σοφή απάντηση στο ερώτημα του.
Εκείνος τότε με μισόκλειστα τα μάτια, του έδειξε την ανεμόσκαλα που κρεμότανε στο κενό.¨¨αφού είπες να ζητήσω ότι θέλω,τότε κατέβα στα ριζά του βουνού και μάζεψε μπόλικα ξύλα για την αποψινή βραδιά¨¨είπε και γύρισε στο άλλο πλευρό για να συνεχίσει τον ύπνο του.
Λένε πως όσα χρόνια βασίλεψε ο νεαρός Βεζυρης,βασίλεψε με σύνεση ,δικαιοσύνη και αγάπη προς τους αδύναμους και ότι όποτε περνούσε από κείνα τα μέρη, άφηνε ένα δεμάτι ξύλα στα ριζά του βράχου.
marakos

http://users.forthnet.gr/ath/mariosru/

Δημοσίευση στο stixoi.info: 17-01-2008