Μητέρα Πατρίδα

Δημιουργός: Μετέωρος Άγγελος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Κάθε μέρα που σ' αντικρίζω
μου μοιάζεις ομορφότερη,
ευτυχισμένος ανοίγω τα χέρια μου
και χάνομαι στις κοφτερές λεπίδες
που η αγκαλιά σου κουβαλά

Με μιας αίμα πλημμυρίζει η ένωση μας
τι ευτυχία να πεθαίνω σαν σε βλέπω
μπορεί ποτέ να μην μ' αγάπησες
μα ανταπόδοση από την άγρια καρδιά σου
ποτέ, ποτέ δεν περιμένω.

Κάθε μέρα οι πράξεις, τα λόγια σου με σκοτώνουν
μα κάθε βραδιά ανήμπορος περιφέρομαι
γύρω από το κορμί σου ζητώντας μετάνοια

Είναι τα μάτια σου θάλασσες και νησιά
αρμονικά δεμένα στολίδια πάνω στο λεπτό κορμί σου
μα το βλέμμα σου σε άλλες θάλασσες ταξιδεύει.

Δώσε μου φιλί με τα φαρμακωμένα χείλη σου
κι άσε με να ψυχορραγώ ανήμπορος στα πόδια σου
θυσία θέλω να γίνω στην άγρια ομορφιά σου.

Γνωρίζω ότι κρύβεις νοσταλγία βαθιά
για ένα παρελθόν γεμάτο μεγαλεία
όλες σου οι αγαπημένες αναμνήσεις
κρυμμένες σε αγάλματα κι αγγεία
που σε σκονισμένα μουσεία κείτονται πεταμένα.

Γνωρίζω το λόγο που ποτέ σου δε μ' αγάπησες
κι ούτε θα μ' αγαπήσεις.
είναι γιατί ντρόπιασα με τη μετριότητα μου
τις τεράστιες μορφές που τα χώματα σου πάτησαν

Με βλέπεις, με σιχαίνεσαι κι έχεις δίκιο
τι να ανάστημα να σηκώσω
μπροστά στα μεγαλοφυή παιδιά σου
που τα 'βλεπαν τα μάτια σου και νιώθες βλογημένη
σαν το κορμί σου έβλεπες ανταριεμένους ήλιους να γεννά

Μα εγώ παιδί μιας ξεπεσμένης γενιάς
ένοχος και ντροπιασμένος πριν ακόμα γεννηθώ
πώς να αντέξει η περήφανη ματιά σου
ένα ακόμα γέννημα σύγχρονης παρακμής;

Μα εγώ μητέρα σε αγαπάω τόσο
το χώμα σου φυλάω απ' τους Αγαρηνούς
τη σημαία και τον ύμνο σου λατρεύω
απ' τον ουρανό σου αντικρίζω το Θεό.

Μα συ δεν μ' αποκρίνεσαι
έχεις γνωρίσει άντρες που δεν στέκονταν στα λόγια
έχεις γνωρίσει ψυχές που 'χαν μάτια σμαραγδένια
μια καρδιά όλο χρυσάφι και ένα νου χίλια φεγγάρια
που βασίλισσα σ' ανέβασαν στο θρόνο της σοφίας
κι η καρδιά σου πλημμυρίζει υπερηφάνεια
κάνοντας την φωνή σου μελωδία να γεννήσει:

«Αυτά ήταν παιδιά μου πραγματικά!
ποτέ τους δεν με ντρόπιασαν με πράξεις ταπεινές
παλάτια μου 'φτιαξαν στην αθανασία χτισμένα
τ' όνομα μου έκαναν αθάνατο τραγούδι στους αιώνες
το δίκιο σφυρηλάτησαν, τις επιστήμες πλούτισαν
την ομορφιά ανέδειξαν, τη δύναμη κερδίσαν »

Έκανα να αποκριθώ με την ταπεινή μου γλώσσα
μα των ματιών σου οι φλόγες με σταμάτησαν
ντράπηκα και τη φωνή φυλάκισα
σκύβοντας το κεφάλι στον πύρινο σου λόγο

«Εμένα τη βασίλισσα τη χρυσοστολισμένη
στους δρόμους της ντροπής με σύρατε
στους βούρκους της καπήλευσης με πλύνατε
ξεπεσμένη θύμηση τα χρυσά μου χρόνια καταντήσατε.
κι αναίσχυντα τώρα έρχεστε και μου ζητάτε αγάπη!»

Τότ' ένιωσα πρώτη φορά
μεγάλη ντροπή κι ευθύνη
την ύπαρξη μου τη μικρή να πλημμυρίζει
τα μάτια μου γονάτισαν στη γη
χάθηκαν απ' της γεννήτρας μου το βλέμμα
και ψέλλισα μονάχα «δεν σου αξίζω μάνα»

Έπειτα τα χέρια τα φτωχά άνοιξα
τα δάκρια μου στράγγισα
κι ύπαρξη μου σβήστηκε
στις μάνας την πικρή αγκάλη

Δημοσίευση στο stixoi.info: 15-12-2004