Ανύποπτα

Δημιουργός: Θεοδώρα Μονεμβασίτη , Θεοδώρα Μονεμβασίτη

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info



Δένδρο που λυγά σ’ αγέρα φύσημα
χάδι που μιλά σύμπαντος μήνυμα
όταν δεν υπάρχουν λέξεις μόνο λες πως θα αντέξεις
κτύπο ακούς ξενόφερτο γλώσσα ψάχνω για τ’ απρόφερτο.
Έδυσε και δεν κράτησες του ήλιου την ανάσα
βιαστική η Mέρα πλένει η μάνα μου τα βάσανα
με κοιτά και δε σωπαίνει κι όταν θυμηθεί με δέρνει.
«Μην κτυπάς άλλο μητέρα είναι όλα τόσο ξένα
στη σιωπή είμαι ταγμένη στη βροχή παραδομένη.
Μ’ έδειρε και ο αγέρας μα δε λύγισα
με μαστίγωσε το βλέμμα μα δε μίλησα.»


Μαυροφορεμένες λύπες μουρμουρίζανε
και στη βρύση με κοιτούσαν και σαστίζανε.
«[I]Την πηγή του χρόνου βρήκα κάποτε ανύποπτα
μακριά από του κόσμου τα καχύποπτα[/I]
θα γεμίσω την κανάτα και το πρόσωπο θα νίψω
στη δική μου τη σονάτα ίσως κάτι ξεδιαλύνω.».
«Κόρη μείνε μες τα μαύρα να σε ντύσουμε
και τις θλίψεις στην ψυχή σου να κεντήσουμε».
«Φύγετε γριές της νύχτας, είστε ακάλεστες
έλα Μέρα, έλα μητέρα, έλα μάλωσ’ ‘τες.»

Λευκοφορεμένες κόρες πλησιάσανε
σα χαρές, σαν πεταλούδες με πειράζανε
να με πάρουνε ζητούσαν στα λιβάδια τους
μα τα είδα τα κρυμμένα τα σκοτάδια τους.
«Τις χαρές δεν πλησιάζω με τρομάζουνε
τις ομόκεντρές μου σφαίρες τις ταράζουνε.»
Έλα Μέρα, έλα μητέρα, τώρα μάλωσ’ τες
αυταπάτες και ομίχλες έλα χάλασε.



Έλα μάνα μου κι απόψε έλα δείρε με
μες το μυστικό χορό σου πάλι σύρε με
θα σκουπίσω εγώ τις σκέψεις μες τ’ αλόγιστα
και τα λάθη τα κρυμμένα, έλα φλόγισ’ ‘τα.
Κι έπειτα το φόρεμά σου κι εσύ φόρεσε
το ορφανεμένο βλέμμα παρηγόρησε
σα φωτιά μες τη σιωπή μου ξετυλίχτηκα
μάνα μου είσαι κρυμμένη το μαρτύρησα.

Κυκλικά κάθε μου νύχτα με χορεύεις
σαν το φίδι, μες το σώμα γυροφέρνεις
με μαγεύεις και με σέρνεις κι όμορφα με παγιδεύεις
δεν ξεχνώ, του γάμου ράβω νυφικά
κι εφτά πέπλα εσύ υφαίνεις μυστικά.
Και τους γιους μου μεγαλώνεις στα παλάτια σου
το στεφάνι έχει αγκάθια στα κεφάλια τους
είναι οι γιοι μου που τους ζήτησε ο αγέρας
να πετούν για να ησυχάζει ο πατέρας
καμαρώνει και κοιτάζει και το νου μου εξετάζει
με το νόμο μεγαλώνουν λες το φως πως ενσαρκώνουν /[I]ποιητική αδεία[/I]
με αγκαλιάζουν κι οι εφτά τους να αιωρηθώ
για όσα με κρατούν στο χώμα ν’ απολογηθώ.

"Έλα μάνα μου", μου λένε, να πετάξουμε
και στους ουρανούς τ’ αστέρια να τα φτάσουμε"
είναι οι γιοι μου σαν τον ήλιο απλησίαστοι
είκοσι μετρούν στα χρόνια μοιάζουν δίδυμοι.


Δημοσίευση στο stixoi.info: 19-02-2008