Οι φωτισμένες συνοικίες

Δημιουργός: prang, Σπύρος Τζώρτζης

Όποιος έχει το χρόνο, ας το διαβάσει ολόκληρο. http://sfyraki.blogspot.com/2008/02/blog-post_16.html

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Η γλυκύτητα της επιθυμίας περιέχει, μεταξύ άλλων, και την βιαιότητα της επιθυμίας για μια εγκατάσταση μέσα στα αισθήματα του άλλου. Να φοβάσαι, να περιμένεις, να ρισκάρεις, και πάλι σαν να μην έγινε ποτέ τίποτα να γυρνάς πίσω και να το πιάνεις από την αρχή. Αύριο. Απόψε. Σε λίγο. Σε μια προσπάθεια, όχι να απαλλαγεί από το ζηλευτό του βασανιστήριο, μα να ελπίζει σε ένα άγγιγμα. Σε μια λέξη. Ή μάλλον, σε μια σιωπή. Έτσι το είχε σκηνοθετήσει ξανά και ξανά στη φαντασία του. Μια σιωπή και ένα ελάχιστο άγγιγμα. Αυτά θα ήταν αρκετά. Αυτά πάντα είναι αρκετά.

Καθόντουσαν όλοι μαζί σε μια καφετέρια, ανάμεσα στις πολλές και καπνισμένες καφετέριες που θα μπορούσε να βρει κανείς στην πόλη. Μιας και το κρύο είχε υποχωρήσει κάπως, αρκετοί έκαναν ήδη τη βόλτα τους, γυρνώντας ανάμεσα στα τραπέζια και χαιρετώντας διάφορους γνωστούς. Το δικό τους τραπεζάκι ήταν κοντά στο τζάμι. Παραείναι καταθλιπτικά στη μέση. Όλοι οι κουρασμένοι και οι αμίλητοι κάθονται στα τραπέζια αυτά. Ευτυχώς πάλι, στο δικό τους αποκλείεται να έβρισκες κάποιον που να ταιριάζει στην παραπάνω περιγραφή. Δεκαεξάρηδες και δεκαεφτάρηδες, που δεν σταματούσαν να μιλούν για το ένα ή το άλλο θέμα, ή ακόμα και χωρίς κάποιο λόγο, και φυσικά ούτε ίχνος κούρασης. Και μέσα σε όλους.. Εκείνη.

-Πάμε μια βόλτα;; Δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα, βαρέθηκα, της είπε.
-Που μωρέ, μες στο κρύο;;
-Έλα.. Σήκω, πάμε να περπατήσουμε. Θα σε πάω κάπου που δεν έχεις ξαναπάει.
-Θα με αποπλανήσεις;;, του απάντησε με την υγιή εκείνη ειρωνεία που κυλούσε στο αίμα της.
-Πάμε και θα δεις. Είμαι σίγουρος ότι εκεί δεν έχεις ξαναπάει.

Πήραν τα μπουφάν τους και βγήκαν. Η αλήθεια ήταν ότι δεν έκανε και τόσο κρύο τελικά. Μόνο και μόνο για την ιδέα ότι έφευγε ο χειμώνας. Άνοιξαν το βήμα τους και απομακρύνθηκαν γρήγορα από τον πολύ κόσμο.

-Που πάμε;;, τον ρώτησε.
-Θα δεις. Είναι η τελευταία μου ανακάλυψη. Είναι πολύ όμορφα εκεί.

Συνέχισαν λίγο μετά τον πεζόδρομο, μέχρι που έφτασαν στην εκκλησία. Όσο τα φώτα ήταν ακόμα ανοιχτά και ο δρόμος μόνος, θα έλεγε κανείς πως είχαν μείνει μόνο οι δυο τους σε όλη την πόλη. Μακάρι.. Και πάλι, αν μπορούσε να της δείξει όλα τα άλλα μέρη με την άνεση να μην τους δει κανένας, πάλι εκεί θα την πήγαινε. Έστριψαν δεξιά, δίπλα στο μουσείο, και αριστερά αμέσως μετά. Λίγο ακόμα..

-Που με πας νυχτιάτικα..

Τι ερώτηση.. Το μυαλό του βρισκόταν ήδη σε μια ζάλη, περιμένοντας και ελπίζοντας. Την άφησε για λίγο να πάει μπροστά του, για να χαρεί το βάδισμά της, τις καστανές της μπούκλες που αγκάλιαζε το φεγγάρι. Και ύστερα την πλησίασε. Ακούμπησε με τα χέρια του τους ώμους τους. Ξανά η ζάλη και η μέθη. Ρωτήστε τον που πηγαίνει, δεν ξέρει. Μόνο είναι μαζί της, και πάει για τις φωτισμένες συνοικίες.

Είδε τον κάδο τον απορριμμάτων. Ένας - δυο γάτοι έσκιζαν τις πλαστικές σακούλες, τραβηγμένοι από κάποια μυρωδιά, ή απλά από το ένστικτο της επιβίωσης. Την προηγούμενη φορά ήταν και μερικά σκυλιά εδώ, παρέα με τους γάτους. Ήταν ακριβώς όπως το είχε αφήσει χτες βράδυ. Η λεμονιά πίσω από την περίφραξη, το βρώμικο τσιμεντένιο δρομάκι, τα ξύλινα παράθυρα με τα κάγκελα, το σκοτάδι, η ησυχία, και τέλος, τα αναμμένα φώτα του δήμου. Δεν τα είχε δει ποτέ σβησμένα. Ούτε και τους κατοίκους αυτού του στενού.

-Για πες. Ωραίο δεν είναι;; Εντάξει, δεν είναι ακριβώς συνοικία. Ένα μεγάλο σπίτι, μια τυφλή αλέα, μια φτωχογειτονιά ψαράδων, και ένα στενό πάλι από την πίσω μεριά. Έκανα βόλτες με την αδερφή μου, το είδα, μπήκα.. Λοιπόν;;
-.. Που το ξετρύπωσες;; Όντως, δεν έχω ξανάρθει προς τα δω. Δεν ήξερα ότι υπάρχουν τέτοια μέρη.
-Και όμως. Θες να κάτσουμε λίγο;;

Συνήθως, δύο τρόποι υπάρχουν. Να μιλήσεις, που θα σε απαλλάξει από αυτή την φρικιαστική αδυναμία, ή να λύσεις την αδυναμία αποχωρώντας. Είναι δύο παραλλαγές πάνω στην ίδια επιθυμία λύσης. Εδώ όμως είναι διαφορετικά.

-Πόσο καιρό έχουμε να μιλήσουμε;;
-Από το μεσημέρι.
-Όχι, εννοώ να κάτσουμε ήσυχα, σοβαρά. Δύο εβδομάδες;;
-Α.. Ε, ναι, μπορεί. Γιατί;;
-Για αυτό σε έφερα εδώ απόψε. Δεν θέλω να γυρίσουμε ακόμα πίσω. Πιο μετά.

Ο ίδιος ακούμπησε στο πεζούλι πίσω τους. Τώρα μπορούσε να δει πιο καθαρά την μορφή της, όπως την φρόντιζαν τα φώτα και το σκοτάδι εκεί. Την είδε που ήταν λίγο μαζεμένη. Είχε κατεβάσει το κεφάλι της, και έκρυψε τα χέρια της μέσα στις τσέπες.

-Τι είναι;; Κρυώνεις;;
-Όσο να ‘ναι.


Έβαλε τα χέρια της μέσα στα δικά του. Παραήταν κρύα. Το άγγιγμα αυτό ήταν εκείνο που με τόση αγάπη ζήλευε, σαν μικρό παιδί, αν όχι με ενθουσιασμό και ανυπομονησία, τότε σίγουρα με μια ελπίδα. Πλησίασε. Στάθηκε μπροστά του. Δεν υπάρχουν προσωπικές στιγμές. Οι πιο όμορφες από αυτές χτίζονται από δύο κάθε φορά. Η αλήθεια είναι ότι δεν έμαθα ποτέ το τέλος της ιστορίας. Μα και να το ήξερα, δεν θα το έλεγα σε κανέναν. Παρά μόνο, θα έφτιαχνα την δική μου ιστορία, στη δικιά μου φωτεινή συνοικία, για το δικό της και μόνο άγγιγμα.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-03-2008