Συνενοχοι Δημιουργός: esxatos, παντελεημων Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Σε είδα στην ομόνοια στο σκοτεινό υπόγειο σε μια γωνιά να κρύβεσαι από μάτια,
Σε είδα στης γειτονιάς το σκοτεινό παλιόσπιτο να κρύβεσαι από γνωστούς
Σε είδα στο δασάκι κάτω από εκείνο το δένδρο που είχες χαράξει το όνομά της
Σε είδα πίσω από τους κάδους να τρως το ξεροκόμματο που βρήκες μέσα σε έναν απ αυτούς.
Σε είδα μέσα από καπνούς και χόρευες σε μουσικής τρελής τις νότες ασταμάτητα
Σε είδα στο γραφείο σου που έσκυβες κρυφά για να σνιφάρεις
Σε είδα που κορμί και αξιοπρέπεια πούλαγες για μια μόνο δόση
Σας είδα σήμερα και χτες μα και προχτές, σε βλέπω κάθε μέρα..
Παρακεί μέσα από το σπασμένο τζάμι του παλιόσπιτου περνάει η κοπελιά σου, που τ’ όνομά της χαραγμένο είναι στον κορμό που γέρνεις, και συ κλαις.
Κλαίς
Από δίπλα σου πέρασε αδιάφορα ο δείνα, σε ξέρει λέει και λυπάται που έτσι σε βλέπει τωρα.
Κλαίς
Κάποιος παρακεί σ’ αποφεύγει ούτε καν θέλει να σε βλέπει.
Κλαίς
Ρίχνοντας κατάρες σε προσπέρασε ένας άλλος.
Κλαίς
Καλά να πάθεις έκρινε ενας τρίτος.
Κλαίς
Μην τον κοιτάς είναι κακός ο άνθρωπος αυτός, συμβούλεψε ο πατέρας και πήρε το μικρό παιδί στην αγκαλιά του γρήγορα να φύγει απ’ τη θωριά σου.
Θυμάσαι και κλαίς,
Κλαίς
Βλέπεις παιδιά να χαίρονται την αθωότητά τους.
Κλαις, μέσα από μαύρους κύκλους τρέχουνε τα δάκρυα,
Τρέμεις, κρυώνεις μα έξω είναι καλοκαίρι, πεινάς και δεν μπορείς να φας,
χαραγμένοι οι πόνοι μελανιασμένες τρύπες..
Θυμάσαι πονάς, κοιμάσαι βογκάς, βοήθεια από πουθενά δεν περιμένεις.
Έψαξες πόρτα για να βγεις απ το χαμό. Επιτέλους τώρα η κόλαση μπορεί να περιμένει.
Ήρθε κι ημέρα που φώναξες από χαρά «Είμαι ο Γιάννης και είμαι καλά»
κάποιοι καμάρωναν πως τάχαν καταφέρει, γιατι … εισαι καλα …
Όμως ένα τετράγωνο ποιο πέρα ένας άλλος σε περίμενε με απλωμένο χέρι
«κι εγω ειμαι από σενα ποιο καλα, κι εχω … πολλά απ τα παλιά βρε φιλαράκο».
Σιγά σιγά ρέει ξανά αργά υγρός, ζεστός ο θάνατος μέσα στις φλέβες.
Περνάει γρήγορα το χτες, το σήμερα από μπροστά σου,
πλανάσαι κάποιον ψάχνει με αγωνία η ματιά σου, βοήθεια.
Ήμουν κάποτε ο Γιάννης ψέλλισες, είμαι ο Γιάννης…βοήθεια.
Κύλησε ένα δάκρυ παγωμένο και τέλειωσες.
Αντίο.
Σε είδαμε στις ειδήσεις, να κείτεσαι στο πάτωμα, μια σύριγγα κρεμότανε από την άδεια φλέβα.
Κάποιος μίλησε για σένα, τι κρίμα κι ήταν νέο το παιδί, ξάφνου έχεις κι όνομα, άλλωστε τώρα τολμούν δημόσια να το πουν δεν είσαι πλέον … κίνδυνος, μα άλλο ένα προς αποφυγήν παράδειγμα.
Λίγο ποιο πέρα έπιασε η κάμερα έναν φαρισαίο που κούναγε το κεφάλι του δήθεν λυπημένος.
Δεν έφταιγε κανείς ήτανε χρήστης, σε κοίταξαν πολλοί και σκέφτηκαν, ένα παιδί όπως αυτό να φεύγει είναι κρίμα., κι έτσι, η κοινωνία έκλεισε τον φάκελο της όποιας υποχρέωσης.
Ένας ακόμα φάκελος σε ράφια σκονισμένα.
Δεν έφταιγε κανείς.
Δεν έφταιγε κανείς.
Ούτε ο κύριος αυτός που αγορεύει στην αίθουσα με τους άλλους εθνοπατέρες;
Ούτε αυτός που απολαμβάνει τη σπιτική τη θαλπωρή;
Και η κυρία που πάει βόλτα το κανίς, έχει μήπως τίποτα να πεί;
Κι ο δάσκαλος άραγε τι να τους λέει όλη μέρα;
Ούτε ο πατέρας που δούλευε όλη μέρα;
Κι ένας παπάς που πέρασε κι ούτε ματιά δεν έριξε σ’ αμαρτωλό κι άρρωστο, ούτε κι αυτός;
Μήπως φταίει ο αστυνόμος; Μα αυτός δεν έχει αποδείξεις!!!
Ούτε και ο δικαστής που δια νόμου ζήτησε μόνο την εγγύηση, από τον ευυπόληπτο κύριο;
Τι να το κάνουν τα παιδιά αυτά τώρα το κλάμα μας;
Είμαστε όλοι εμείς οι υποκριτές συμμέτοχοι, κανείς δεν εξαιρείται,
τι διαφέρουμε άραγε απ αυτόν που τον θάνατο τους πούλησε;
Σήμερα γιατί αλήθεια κλαίμε;
Εχθές που ήμασταν;
Γύρισαν ανάποδα τα πράγματα.
Τώρα εσείς από εκεί που είσαστε, εμάς κατάματα κοιτάτε
και μ’ αγωνία φωνάζετε, μα εμείς δεν σας ακούμε
πως αύριο μαζί με σας και τα δικά μας τα παιδιά μπορεί να είναι.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 14-03-2008 | |