Εικοσιεννιά τ' Αυγούστου

Δημιουργός: αυγουστης, Αυγουστής Μαρούλης

Η ιστορία αυτή είναι πέρα για πέρα αληθινή...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Κάπου τ΄ απομεσήμερο
η μάχη τελειώνει
κοιτάζω τούτη τη στολή
το αίμα μου φουντώνει.

Ντροπιάζομαι και προχωρώ
στου Γράμμου τις συστάδες,
μοναδική μου αποστολή
να κλαίνε γιούς μανάδες.

"Λοχία πρόκαμε μπροστά
τους πήραμε φαλάγγι
δες τους που κείτονται νεκροί,
χαμένοι σαλτιμπάγκοι!"

"Κυρ-λοχαγέ αυτοί που λες
έχουν το ίδιο αίμα
με μας, μόν΄ από ΄κει
διαβαίνουνε το ρέμα".

"Μη βλαστημάς παρακεντέ
δε βλέπεις, άλλο χρώμα,
κόκκινοι αυτοί, γαλάζιοι εμείς,
πατούμε ίδιο χώμα;"

Ξάφνου, τα μάτια ψήλωσα
κι είδα ξανθό ντερέκι
ήταν ο πρωτο-ξάδελφος
στο βράχο απά να στέκει.

"Κώστα, κατέβα γρήγορα
σε μένα παραδώσου
εγώ είμ΄ ο Γιώργης ο μικρός
φίλος και ξάδελφός σου".

Με κοίταξε σαν αετός
με τα χρυσά φτερά του
όπως τ΄ απλώνει για σκιά
στα νιόφερτα παιδιά του.

"Θυμάσαι Γιώργη μου καλέ
που τρέχαμε στ΄ αλώνια
μαζί και παραβγαίναμε
αχ, πως περνούν τα χρόνια!"

Είπε και πέταξε ψηλά
ο ήλιος να τον πάρει
κι εγώ δακρύζω σκύβοντας
μπροστά στο παληκάρι.

Ήταν Αυγούστου εικοσιεννιά
κι ο Γράμμος είχε πέσει
του ξάδελφου ανασαιμιά
στην τελευταία θέση.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-03-2008