Κύκνειο άσμα Δημιουργός: D-Asimos, Δημήτρης Άρνης Αφιερωμένο από τον κυρ Βασίλη στον πατέρα του, το τελευταίο αντίο... (Καλό μήνα είπαμε?) Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [I][B]Κύκνειο άσμα [/B][/I]
Ποίηση: Βασίλης Ταρνανίδης
[I][B]Θεέ μου, ας είναι ανέφελη η νύχτα ετούτη
να ψηλαφίσω τ’ άστρα τ’ ουρανού σου
να βρω πιο ξέμειν’ από λάμψη
πιο τρέμει σύγκορμ’ από κρύο.
Να δώσω «Κλώτσο», σαν ανέμη να γυρίσει ο δίσκος του,
για να γεννούν όλα διάττοντες κομήτες
καθώς τρελές τροχιές θα διαγράφουν.
Και ‘κει απάνω στην τριβή στη φόρα,
μήπως πυρώσει λίγο τ’ άστρο το δικό μου,
γιατ’ άδικα θαρρώ τα χέρια προσαπλώνω
για λίγη ζέστη.
Πάγωσα, κρυώνω.
Θεέ μου, ας είν’ ατέλειωτη η μέρα τούτη,
για να προλάβω να σφαλίσω τους ανέμους,
στους ασκούς τους,
γιατί γιομίσανε το πρόσωπό μου ζάρες
για να προλάβω να διατρέξω τον ορίζοντά σου,
μη κι έχεις άνθη από ‘κείθε, αμύριστα,
που νιότη δίνουνε στην όσμησή τους.
Θεέ μου δώσε μου τους κεραυνούς σου μεσ’ στα στήθια
για ν’ ακουστεί η δέησή μου στο θρονί σου,
γιατί φοβάμαι πως τα πάθια μου είναι πλήθια
και που κουράγιο να στ’ ανιστορήσω.
Πως είναι άναλα τα αγαθά σου.
Πως είναι γκρίζα όλα τ’ άνθη και τα φύλλα.
Πως είναι άοσμα τ’ αγριολούλουδά σου,
πως γιόμισε η πλάση σου ομίχλη και μαυρίλα.
Νοιώθ’ ανοιγμένες, πόρτες και αμπάρες του κορμιού μου,
πως η ψυχή μ’ ανασηκώθη για να φτερουγίσει,
μα σα νιοσσός φοβάμαι να πετάξω, μη τσακιστώ,
αντιλαβού, βοήθησέ με Θε μου, σπεύσε. [/B][/I] Δημοσίευση στο stixoi.info: 02-04-2008 | |