Λες νάναι παραμύθι;

Δημιουργός: esxatos, παντελεημων

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Κάθε που βγαίνει ο αποσπερίτης, μια ιστορία διηγείται στα αστέρια τα μικρά

Ελάτε αστεράκια μου ελάτε δω κοντά μια ιστορία να σας πω
Για μια κόρη όμορφη, για μια βασιλοπούλα,
που στην άνοιξη της νιώτης της λαχτάρισε
την αγκαλια και τα γλυκά φιλιά, απ’ τ’όμορφο παλικάρι,
και εκείνο την αγάπησε σαν είδε τη θωριά της,
γιατι πιότερο κι απ τον ηλιο έλαμπε η ομορφιά της.
Όμως ο έρωτάς τους έπρεπε κρυφός σ’ολους να μείνει
γιατι μεγάλο κακό θα γίνονταν αυτός σαν μαθευόταν,
μιας και αλίμονο, οχτροί ήτανε οι γονιοί τους
κι οι δυο τους βασιλιάδες, που ειχανε πολλα για να χωρίσουν.
Ο ένας στην αγέρωχη τη Τέλεντο βασίλευε, με τα πολλά λιμάνια
και ο άλλος στου απέναντι του Καστελιού το αγριο το κάστρο ηταν αφέντης.

Τότε οι δυο τους έψαξαν να βρουνε καποιον τρόπο
καπου, καπως, κρυφα να βρισκονται για χαρη του ερωτά τους.
Ετσι, κάθε που νύχτωνε, ο νιός πάλευε με το κύμα,
κρατώντας χρυσολυχναρο, που τη φωτια του άναβε απ εκκλησιάς καντήλα
σημάδι που η βασιλοπούλα έβλεπε ψηλά απ τη κάμαρά της,
κι ετρεχε σ εκεινον, κανοντας την αγκαλια πασταδα του ερωτά τους

Μα χρόνος δεν επέρασε που άνθισε ο ερωτάς τους
και η μοίρα θύμωσε πολύ γιατι την αψηφούσαν.

Κι ετσι σαν μια βραδιά εκίνησε ο νιός για τα φιλιά της
φύσηξε αγέρας δυνατός κι εσήκωσε ψηλά το κύμα
τόσο που έσβησε η φωτιά που ΄καιγε στο λυχνάρι

Της κόρης πέρασαν σπαθιά μέσα από τη καρδιά της,
σαν ειδε το φως από μακριά να σβήνει απ το λυχνάρι,
πίστεψε πως του έφυγε η ζωή και πνίγηκε στο κύμα
και κίνησε κι αυτή για το γιαλό το θάνατο για να βρει,

Όμως ο νιος αλίμονο, δεν ήτανε πνιγμένος,
μον ηταν εκείνη, η πανώρια που έπεσε στη πλάνη,
αφού επίστεψε της απονης της μοιρας της το ψέμα
και έμεινε μόνος του ο νιος για παντα πονεμένος.

Μεσα στην καρδια του κτύπαγε ποιο δυνατα η καρδιά της
στα ματια του τα ματια της οι δυο γαλαζιες λίμνες
στα χειλη του έκαιγαν, πονουσαν τα φιλια της
τα δακρια του αντίδοτο για το νερο της ληθης

και γυρναγε και εψαχνε και πόναγε και εκλαιγε
και φωναζε και γυρευε κι αγναντευε
και … στερευε


Κι όταν τα δάκρυα στέρεψαν απ τα άμοιρου τα μάτια
τον Πλάστη παρακάλεσε μια χάρη να του κάνει
το πρόσωπό της στο βουνό Εκείνος να λαξεύσει
για να την έχει συντροφιά μέχρι που να ξεπνεύση

Λίγο πριν φύγει απ τη ζωή σε εκείνη για να πάει
τον ήλιο παρακάλεσε πάντα να την ζεσταίνει
και τη σελήνη τις βραδιές μόνη μη την αφήνει
μα σαν μανούλα στοργική να τηνε νανουρίζει

Οι δυο τους τωρα εκει ψηλά χαίρονται την αγάπη
χωρις κανενας να μπορει να τους τηνε στερήσει
ουτε η μοιρα η κακια ουτε και οι γονιοι τους
μον είναι αιώνια μαζι και τρέχουν σε λιβάδια
γεματα όμορφα πουλια και ευοσμα λουλούδια

Αχνοζωγραφισμένο το φεγγάρι εκει ψηλά
τη κόρη νανουρίζει.
Ένα τριζόνι τραγουδά την άτυχη αγάπη
και τ αστεράκια τα μικρά, της πλέκουνε στεφάνι


Της Πόθιας και του Καστελιου τ’ομορφο παλλικάρι
τα πρόσωπα εμεινανε παντοτινά σημάδια
που ο Κτιστης λάξευσε στης Τέλεντος τον βράχο
για να θυμιζουνε σε εμας πόσο ομορφη είναι η αγάπη
όταν αληθινή είναι αυτή και αδολη συνάμα.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 05-04-2008