Το Απληστο Κουνελακι Δημιουργός: demieumo, ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info ΤΟ ΑΠΛΗΣΤΟ ΚΟΥΝΕΛΑΚΙ
Μια φορά κι έναν καιρό βαθιά σ’ ένα δάσος ζούσε μια οικογένεια με τέσσερα χαριτωμένα κουνελάκια. Ο μπαμπάς κούνελος η μαμά κουνέλα και τα δύο αδερφάκια-κουνελάκια.
Σε αυτή την κούνελο-οικογένεια όμως το μεγαλύτερο κουνελάκι, ζήλευε τον μικρότερο αδερφό του γιατί η μαμά του τον πρόσεχε περισσότερο από ότι τον ίδιο. Τα βράδια συνήθιζε να τον νανουρίζει στην αγκαλιά της και το μεγαλύτερο κουνελάκι, ένιωθε πως η μαμά του και ο μπαμπάς του δεν του έδειχναν την ίδια προσοχή, όπως συνήθιζαν να κάνουν μέχρι που ήρθε στην οικογένεια τους ο αδερφός του.
Μάταια η μαμά κουνέλα, προσπαθούσε να του εξηγήσει πως τον αγαπούσαν το ίδιο και πως τίποτα δεν είχε αλλάξει, εκτός ότι στην οικογένεια είχε έρθει άλλο ένα μικρότερο κουνελάκι που δεν μπορούσε να φάει μόνο του, δεν μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς την μαμά του και χρειαζόταν λίγο παραπάνω βοήθεια από ότι το μεγαλύτερο κουνελάκι.
Ο καιρός περνούσε και το μικρότερο κουνελάκι μεγάλωνε κι εκείνο. Τα δύο αδερφάκια μαλώνανε συχνά, γιατί το μεγαλύτερο κουνελάκι δεν ήθελε να μοιράζεται τα παιχνίδια του με τον αδερφό του.
Η μαμά τους στενοχωριότανε πολύ βλέποντας τα παιδιά της να τσακώνονται.
Ειδικά το μεγαλύτερο κουνελάκι ξεσπούσε συχνά σε κλάματα και έπαιρνε τα παιχνίδια από τα χέρια του μικρού του αδερφού.
Μια μέρα ενώ ο ήλιος δεν είχε ανέβει καλά-καλά στον ουρανό, το μεγαλύτερο κουνελάκι είχε μια πολύ πονηρή ιδέα. Όλο το βράδυ κατέστρωνε σχέδια για να μην παίζει ο αδελφός του με τα παιχνίδια του. Δεν μπορούσε να δεχτεί την ιδέα ότι έπρεπε να μοιράζεται τα δικά του υπάρχοντα με ένα μικρότερο κουνελάκι, ας ήταν και ο μικρός του αδερφός.
Έτσι σηκώθηκε και περπατώντας στις μύτες των ποδιών του, μάζεψε όλα τα παιχνίδια του σε ένα μεγάλο σάκο και σέρνοντας τον βγήκε έξω από το σπίτι αθόρυβα. Ήταν σίγουρος ότι είχε σκεφτεί την καλύτερη ιδέα για να παίζει μόνος του χωρίς τον αδερφό του να διεκδικεί τα παιχνίδια του.
Το κουνελάκι συνέχισε να περπατάει μέσα στο δάσος. Τα δέντρα ορθώνονταν ψηλά στον ουρανό και οι σκιές τους τον τρόμαζαν λιγάκι. Όμως ήταν αποφασισμένος να τελειώσει αυτό που είχε αρχίσει. Έσφιξε τα χείλη του και συνέχισε να προχωράει βαθιά, πολύ βαθιά μέσα στο δάσος.
Κάποια στιγμή έφτασε σε ένα ξέφωτο. Ο ήλιος είχε ανέβει για τα καλά στον ουρανό και εκείνος βρισκόταν σε ένα ιδανικό σημείο για να καταστρώσει το σχέδιο του.
Ακούμπησε τον σάκο με τα παιχνίδια του στο χώμα και με τα δυο του χεράκια, άρχισε να σκάβει. Η ώρα περνούσε και ήδη είχε σκάψει μια μεγάλη τρύπα.
Πήρε τον σάκο και τον έχωσε μέσα.
«Επιτέλους τώρα όποτε θελήσω να παίξω θα έρχομαι σε αυτό το σημείο και θα παίζω ολομόναχος, θα έχω όλα τα παιχνίδια δικά μου», είπε το κουνελάκι και γέλασε ευχαριστημένος.
Έτσι κυλούσαν οι μέρες με το κουνελάκι να φεύγει κάθε πρωί από το σπίτι του προφασιζόμενος μια δικαιολογία προς την μαμά κουνέλα, ώστε να βρίσκεται με μεγάλη λαχτάρα στην δική του μοναδική κρυψώνα.
Μέσα σε αυτή την κρυψώνα, είχε όλα τα υπάρχοντα του και αυτή την φορά ένιωθε ελεύθερος και πραγματικά χαρούμενος, χωρίς να αναγκάζεται από την μαμά του ή τον μπαμπά του να τα μοιραστεί με κανέναν άλλον.
Οι εποχές κυλούσαν. Πρώτα ήρθε η άνοιξη. Το δάσος είχε στολιστεί με πλουμιστή φορεσιά σαν φόρεμα κεντημένο με τα χρώματα του ουράνιου τόξου πάνω του. Οι ευωδιές των λουλουδιών, γαργαλούσαν ευχάριστα την μυτούλα του και τα γάργαρα νερά κελάρυζαν σαν γλυκό νανούρισμα στα μεγάλα αυτάκια του.
Η άνοιξη έφυγε και ήρθε το καλοκαίρι. Ο καυτός ο ήλιος τύλιγε τα πάντα στο πέρασμα του. Έτσι το κουνελάκι αναγκαζόταν να σηκώνεται νωρίς το πρωί για να πάει στην κρυψώνα του.
Ύστερα ήρθε το φθινόπωρο και με το πέρασμα του σάρωσε τα φύλλα από τα δέντρα. Τα μονοπάτια που περπατούσε κάθε πρωί μέχρι να βρεθεί στην κρυψώνα του ήταν σκεπασμένα από ξερά φύλλα όμως το κουνελάκι έδιωχνε τα ξερόφυλλα με τα μικρά χεράκια του και ξέθαβε τον θησαυρό του τα δικά του παιχνίδια.
Όμως μετά ήρθε ο χειμώνας. Τα πάντα στο δάσος πάγωσαν με το πέρασμα του. Χιόνι πυκνό κάλυψε το χώμα που άλλοτε έσκαβε με τα χέρια του και έπαιρνε το θησαυρό στην αγκαλιά του.
Τα ποδαράκια του βουλιάζανε βαθιά μέσα στο χιόνι μετατρέποντας την λαχτάρα του για την μυστική του κρυψώνα σε έναν μικρό γολγοθά. Κι όταν επιτέλους έφτανε στην κρυψώνα του, τα χεράκια του πονούσαν από το παγωμένο χιόνι με αποτέλεσμα να γυρίζει πίσω στο σπίτι του άπραγος και απογοητευμένος αφού δεν μπορούσε να ξεθάψει τον μικρό του θησαυρό.
« Το χιόνι είναι πυκνό και έχει πολύ κρύο, θα πρέπει να αποχωριστώ για λίγο τα παιχνίδια μου μέχρι να έρθει πάλι η άνοιξη και το καλοκαίρι για να χαρώ τα παιχνίδια μου όπως πρώτα.», σκέφτηκε το πονηρό κουνελάκι.
Όλο αυτό το διάστημα η μαμά κουνέλα γνώριζε τις κινήσεις του παιδιού της. Είχε καταλάβει το πονηρό σχέδιο του και τον είχε ακολουθήσει κρυφά στις καθημερινές του εξορμήσεις προς την κρυψώνα στο δάσος.
Όμως σαν καλή μητέρα παρέμενε σιωπηλά υπομονετική μέχρι που το ίδιο το κουνελάκι θα καταλάβαινε το λάθος του. Τελικά η ευκαιρία δεν άργησε να έρθει.
Ένα πρωινό το κουνελάκι αρρώστησε και αναγκάστηκε να μείνει στο σπίτι. Ένα βαρύ κρυολόγημα τον καθήλωσε στο κρεβάτι για αρκετές μέρες.
Το κουνελάκι ήταν απελπισμένο. Όλες αυτές τις μέρες είχε μείνει μακριά από τα αγαπημένα του παιχνίδια και το κρυολόγημα δεν έλεγε να τον αφήσει.
Κοιτούσε έξω απ’ το παράθυρο του και το χιόνι κάλυπτε τα πάντα μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του.
Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι δεν θα ξαναέβλεπε την κρυψώνα του, ούτε τα πολυπόθητα παιχνίδια του.
Μέχρι που μια μέρα ένιωσε καλύτερα. Το χιόνι είχε λιώσει πια και ο ήλιος έβγαινε και πάλι στον ουρανό δειλά-δειλά.
Με αποφασιστικότητα βγήκε από το σπίτι του και έτρεξε με όλη του τη δύναμη στο δάσος.
Όταν έφτασε στην κρυψώνα του έπεσε στα γόνατα και άρχισε να σκάβει. Μάταια όμως. Τα παιχνίδια δεν υπήρχαν πουθενά. Αμέσως ξέσπασε σε κλάματα. Δεν πίστευε αυτό που του είχε συμβεί. Ξάφνου ένιωσε ένα χέρι να του χαϊδεύει το πρόσωπο.
Δίπλα του στεκότανε η μητέρα του και το κουνελάκι έτρεξε στην αγκαλιά της.
«Μαμά, λείπουνε τα παιχνίδια μου..» είπε κλαίγοντας το κουνελάκι.
«Μην ανησυχείς, τα ξέρω όλα. Σε ακολουθούσα συνέχεια. Δεν μπορούσα να αφήσω το μικρό μου, να παίζει μόνο του και απροστάτευτο στο δάσος».
«Που είναι τα παιχνίδια μου, τα έχασα μανούλα;» ρώτησε με δάκρυα στα μάτια το κουνελάκι.
«Όχι ακριβώς. Έλα και θα σου εξηγήσω στον δρόμο», είπε η μαμά του και πήρε αγκαλιά το κουνελάκι της.
«Που πάμε μανούλα, εδώ δεν είναι το σπίτι μας», είπε απορημένο το κουνελάκι.
«Περίμενε και θα τα μάθεις όλα αμέσως», απάντησε η μαμά του.
Πράγματι λίγο αργότερα, βρέθηκαν σε μια παράξενη μικρή καλύβα στην άλλη πλευρά του δάσους.
Η μαμά κουνέλα χτύπησε την πόρτα και μια αλεπουδίτσα με φουντωτή ουρά τους υποδέχτηκε.
«Περάστε, σας περιμέναμε», είπε η αλεπουδίτσα.
Τα δυο κουνελάκια, μπήκαν στην μικρή φτωχική καλύβα. Δύο μεγαλύτερες αλεπουδίτσες, η μαμά και ο μπαμπάς της μικρής αλεπούς καθόντουσαν στο πάτωμα
Λίγο πιο πέρα βρίσκονταν στο πάτωμα τα παιχνίδια του μικρού κουνελιού.
Χαρούμενο και έκπληκτο το κουνελάκι έτρεξε να τα πιάσει. Τότε η μαμά του του εξήγησε πως ένα πρωινό που το κουνελάκι ήταν άρρωστο, η μαμά κουνέλα πήγε στο δάσος να φέρει τα παιχνίδια του. Όμως γύρω από την κρυψώνα του συνάντησε τις τρεις αλεπούδες που έψαχναν για τροφή. Η μικρή αλεπουδίτσα ανακάλυψε τα παιχνίδια και η χαρά της ήταν τόσο μεγάλη που ξέχασε την πείνα της. Ποτέ άλλοτε δεν είχε ξαναδεί τόσα παιχνίδια.
Τότε η μαμά κουνέλα είχε μια ιδέα. Γύρισε σπίτι, μάζεψε τρόφιμα και τα προσέφερε στις πεινασμένες αλεπουδίτσες. Συνάμα, τις παρακάλεσε να πάρουν τα παιχνίδια και να τα προσέχουν για όσο καιρό θα χρειαζόταν.
Όλη την ώρα το κουνελάκι άκουγε έκπληκτο, αυτά που του έλεγε η μαμά του.
«Τώρα ήρθε η ώρα να δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας στις αλεπουδίτσες», είπε η μαμά του.
Το κουνελάκι τότε χωρίς δεύτερη σκέψη, μάζεψε τα μισά παιχνίδια και τα υπόλοιπα τα άφησε στο πάτωμα.
«Αυτά δεν θα τα πάρετε;», ρώτησε η αλεπουδίτσα.
« Όχι αυτά στα χαρίζω. Μόλις κατάλαβα πως ένα από τα πράγματα που μας κάνουν να νιώθουμε όμορφα, είναι να μοιράζεσαι. Θέλω λοιπόν να μοιραστώ τα παιχνίδια μου μαζί σου. Άλλωστε, έχω ακόμη πολλά παιχνίδια που φτάνουν και για μένα και για τον μικρό μου αδερφό», είπε το μικρό κουνελάκι ευχαριστημένο και έτρεξε στην αγκαλιά της μαμάς του.
Η μαμά κουνέλα αγκάλιασε θερμά το παιδί της. Η υπερηφάνεια της, ήταν τόση μεγάλη, που κατέκλυσε την καρδιά της και από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα χαράς.
Εκείνη την ημέρα το μικρό της κουνελάκι, ήταν το πιο καλόκαρδο και ώριμο κουνελάκι ολόκληρου του δάσους.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ
Δημοσίευση στο stixoi.info: 09-04-2008 | |