Στο καταγώργιο μούλωξες Δημιουργός: elixgeo Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Πήγαμε στη συνάντηση, φορώντας ο καθείς
της επικοινωνίας της δέουσας τα καλύτερά του ρούχα,
-ακόμα κι αυτοί που δεν ήρθαν-
με την κρυφή λαχτάρα, με πρώτη ευκαιρία να τα βγάλει.
Δε θα ΄λεγα πως τα ΄χες ράψει ειδικά για την περίσταση
κι ούτε πως ήθελες κανέναν με τούτα να γελάσεις,
ελαφρά μεταποιημένα, ν΄ακούνε το τρένο να βιάζει τις ράγες,
βιαστικά φορεμένα, τόσο μα τόσο πειστικά το έκανες
-νόμιζες ανόητε πως τα ΄χες βγάλει την προηγούμενη βραδιά,
χα, μ΄αυτά κοιμήθηκες-
και ξύπνησες μ΄αυτά,
η τελετή της δήθεν έκδυσης,
κάθε φορά η ίδια κι απαράλλαχτη,
μόνο εσένα ξεγελάει γιατί εσύ το θες.
Προσπάθησες να βγάλεις, πιστεύοντας πως κι άλλοι θα το δουν,
ένα πουλόβερ, δήθεν η θέρμη από τις ράγες
μετά τη συνουσία με το τρένο να σε φλόγιζε,
μα...
μούλωξες μες στο καταγώργιο,
αυτό ακόμα που δεν αποφάσισες
αν γράφεται μ΄ωμέγα ή με όμικρον,
αυτό το καταγώγιο, που βγάζοντας τα ρούχα σου,
ήθελες τη ζωή να οργιάσει πάνω σου...
Σ΄αυτό που αποπειράθηκες να λευτερώσεις ένα καναρίνι,
λυγίζοντας τα σύρματα, τα όρια τα κάθετα
και όλο πίστευες πως θα ΄ταν η μόνη λύση,
μα τούτα ήταν οριζόντια,
οριζόντιες γραμμές από σκοτάδι,
απότυχες.
Σ΄αυτό που δοκίμασες να μπεις ανάμεσα στα μπούτια μιας τσελίστριας,
κι αυτή να παίξει με την πιο ευαίσθητη χορδή σου μόνο,
μα κείνη χωρίς αιδώ και οίκτο,
έπαιξε τη συμφωνία που ήξερε από πάντα,
αυτήν που είχε με τόσους άλλους παίξει,
απόκαμες.
Σ΄αυτό που κάλεσες όλους να ΄ρθουν γυμνοί,
χωρίς τα καθημερινά τους ρούχα,
αλλά φορώντας ολοκαίνουρια, αόρατη φορεσιά,
κι εσύ να δεις τα ψήγματα που έχει ο καθένας
που να ΄ναι ταιριαστά με τα δικά σου,
δεν τα κατάφερες,
το τσιγγανάκι που πούλαγε αναπτήρες,
σαν πέρασε από δίπλα σου, σου γέλασε:
- Χα χα, αυτοί είναι ντυμένοι, συ μόνο είσαι γυμνός.
Σ΄αυτό, που φέρνοντας τα πλουμιστά σου ρούχα απ΄το Λονδίνο,
πιστεύοντας πως είναι εμπειρίες- τα ΄θελες έτσι-
φορεμένες σαν θα΄ταν, σκουτάρι το νόμιζες
στους πολεμόχαρους ιερείς των υπογείων όπου τραγούδαγες,
αλώθηκες.
Σ΄αυτό που από τόσο δα μικρή σιμά στις ράγες κάθισες,
μια ανάσα απόσταση,
μια ανάσα το τρένο πριν φτάσει,
μια ανάσα από τους στεναγμούς της ράγας να σ΄αγγίξει,
μια ανάσα πριν τ΄αγριόχορτα δίπλα σου καούν,
μια ανάσα καυτή να κάψει τα ρούχα που φόρεσες σήμερα,
μια ανάσα να προλάβεις να βγάλεις,
δεν πρόλαβες.
Σ΄αυτό που έφυγες νωρίς,
προφασιζόμενη πως δε φόραγες τα κατάλληλα ρούχα
αντάξια της τελετής που περίμενες να γίνει,
και που δεν έγινε.
Στο καταγώργιο των ονείρων σου,
αυτό ακόμα που δεν αποφάσισες
αν γράφεται μ΄ωμέγα ή με όμικρον,
αυτό το καταγώγιο, που βγάζοντας τα ρούχα σου,
ήθελες τη ζωή να οργιάσει πάνω σου...
μούλωξες...
κι ακόμα περιμένεις.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 15-04-2008 | |