δίχως φτερά σάν τα σύννεφα

Δημιουργός: anuya, Diogenees

του αντρειωμένου ο θάνατος θάνατος δέν λογάται

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[align=center][font=Sylfaen][B]Όλο γλυκά κελαηδούν τα πουλιά κοράκι δέν κράζει
άπαυτα γλυκολαλούν στου νοσοκομείου το δασάκι
ευωδιαστό απ’ τα πεύκα σκιερό πιό ψηλά απο την πόλη
όπου φθαρμένοι οι γέροι κατάκοπα σώματα αφήνουν
όμοια με φύλλα απ’ τα δέντρα κιτρινισμένα που πέφτουν.
παύουν οι πνοέςτους και καταρρέουν σε λυγμούς οι γυναίκες.
είναι κι ο コーㅅタㅅ εκεί ο ㄑㄣㄢㄧㄗㄝㄙ〢σ’ ένα κρεββάτι
κι άν του πείς πως θα ζήσει, γελάει – δέν μπορεί να μιλήσει
να σηκωθεί πολεμάει – εχει κοιμηθεί η μιά μεριάτου
το άλλοτου χέρι ορμάει τον ορρό, το οξυγόνο να βγάλει
«τί με κρατάτε» θέλει να πεί «άστεμε να ξεψυχήσω»
κι ύστερα τάχα να ζήσει τη δύναμήτου όλη βάζει
χαροπαλεύει μόνο το πώς πολεμούν να μας δείξει
θέλει να δείξει παράδειγμα πώς παλεύουν να δώσει
όταν πλησιάζουν κοπέλες λέει με τα μάτιατου ξέρω
πρίν σαν κι εμένα ξαπλώσετε λέει αυτά να κοιτάτε.
πάει έτσι μιά εβδομάδα και δεύτερη χαροπαλεύει
με όλητου την αρχοντιά ο ελέφαντας ίσια βαδίζει
όπου τελειώνουν οι ελέφαντες πάει τα οστάτου ν’ αφήσει
σάν τον αετό θα πετάξει ψηλά ως που μάτι δέν φτάνει
δίχως φτερά σάν τα σύννεφα θα πετάει εκει πάνω
απ’ το κορμίτου να φύγει ζητά αλλα χαροπαλεύει
κι ο Διγενής, Κωσταντή, την παλληκαριάσου ζηλεύει.[/B][/align]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 18-04-2008