Κόλαση Γ' στ. 1-21

Δημιουργός: Ιππαρχος, Δημήτρης

Μια καταδικασμένη εκ των προτέρων απόπειρα μετάφρασης θείων στίχων...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

«Εγώ οδηγώ στην πόλη την θλιμμένη
εγώ οδηγώ σ’ αιώνια πικρότη
εγώ οδηγώ προς τη γενιά τη χαμένη.
Η δικαιοσύνη κίνησε τον υψηλό μου δεσπότη
η θεϊκή παντοδυναμία μ’ έχει κτίσει
η ύψιστη σοφία και η αγάπη η πρώτη.
Πριν από μένα πλάσματα άλλα δεν είχαν ζήσει
παρά μόνο αιώνια. Κι εγώ διαρκώ παντοτινά.
Όποιος εισέρχεται κάθε ελπίδα ας αφήσει.»
Αυτές τις λέξεις με χρώματα σκοτεινά
είδα γραμμένες πάνω απ’ την πύλη
και λέω: «Δάσκαλε, το νόημά τους με πονά»
κι αυτός ακούγοντας ομίλει:
«Εδώ κάθε δισταγμός ας φύγει από τη μέση
κάθε ατολμιά να σβήσει οφείλει.
Φτάσαμε, σου είχα πει για αυτήν την θέση
τα πλήθη όπου θα δεις τα πονεμένα
που το αγαθό της σκέψης έχουν απολέσει.».
Κατόπιν ακουμπά το χέρι του σε μένα
καθησυχάζοντάς με η χαρωπή του όψη
και με εισάγει μες στα μέρη τα κρυμμένα.


Per me si va ne la città dolente,
per me si va ne l'etterno dolore,
per me si va tra la perduta gente.
Giustizia mosse il mio alto fattore:
fecemi la divina podestate,
la somma sapienza e 'l primo amore.
Dinanzi a me non fuor cose create
se non etterne, e io etterno duro.
Lasciate ogne speranza, voi ch'intrate".
Queste parole di colore oscuro
vid'io scritte al sommo d'una porta;
per ch'io: «Maestro, il senso lor m'è duro».
Ed elli a me, come persona accorta:
«Qui si convien lasciare ogne sospetto;
ogne viltà convien che qui sia morta.
Noi siam venuti al loco ov'i' t'ho detto
che tu vedrai le genti dolorose
c'hanno perduto il ben de l'intelletto».
E poi che la sua mano a la mia puose
con lieto volto, ond'io mi confortai,
mi mise dentro a le segrete cose.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 19-04-2008