Πονάει η σιωπή Δημιουργός: mantinada, Μαρία Κ. Για σένα Ουρανέ μου... Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info [B]Νωρίς σκοτείνιασε απόψε στην πολιτεία των Ονείρων. Τα φώτα άναψαν στα σπίτια, με φλόγες, που τρεμοπαίζουν στης νυχτιάς το μαύρο πέπλο, μοιάζουν. Πίσω απ’ των παραθύρων τις κουρτίνες φιγούρες γκρίζες, άνθρωποι που ετοιμάζονται τα μάτια τους να κλείσουν, κάποιοι μόνοι, κάποιοι συντροφιά μ’ εκείνον που αγαπούν. Ένα σκυλί μόνο τριγυρνά εδώ κι εκεί αναζητώντας μια ήσυχη γωνιά κι ένα χάδι ίσως, μακριά από την κίνηση των δρόμων, για να μπορέσει κι αυτό να ονειρευτεί.
Η ώρα περνά, το σκοτάδι πυκνώνει, τα φώτα σβήνουν ένα ένα και το σκυλί ακόμα μόνο τριγυρνά, ακόμα ελπίζει σ’ ένα χάδι. Ένα μόνο σπίτι δε λέει στη σκοτεινιά της νύχτας να παραδοθεί, κάπου μακριά, στην άκρη της πόλης. Πίσω απ’ τα ξύλινα παραθυρόφυλλα φέγγει εδώ και ώρες μια λάμπα, σ’ ένα γραφείο ακουμπισμένη, και μια γυναικεία μορφή αχνοφαίνεται, μόνη κι εκείνη, να τριγυρνά συχνά στους χώρους του σπιτιού. Αν μπορούσες, πιο κοντά, πίσω απ’ τα παραθυρόφυλλα, να δεις θα διέκρινες μια μορφή, λιτή, χωρίς πολλά φτιασίδια, ένα πρόσωπο ήρεμο με μια αίσθηση βουβού πόνου. Αν μπορούσες πιο κοντά να δεις ένα δάκρυ θ’ αντίκριζες το βλέμμα της να χαρακώνει κι ακολουθώντας ένα μονοπάτι υγρό το πρόσωπό της να ιχνηλατεί. Αν το μπορούσες θα ‘βλεπες πως δίχως λόγο τριγυρνά στο άδειο σπίτι, απλά και μόνο τριγυρνά…
Εδώ και ώρα άσκοπα περιδιαβαίνει στους διαδρόμους του σπιτιού, τρόπο ψάχνει να βρει το χρόνο να κάνει να κυλήσει πιο γρήγορα. Κλεφτές ματιές ρίχνει στο ρολόι που στον τοίχο κρέμεται, ελπίζει πως η νύχτα γρήγορα θα περάσει, κάπως θα καταφέρει το χρόνο να ξεγελάσει απόψε, μάταια όμως. Πώς να τον ξεγελάσει όταν, σα να την περιγελά, αιώνια κάνει τη νύχτα να φαίνεται; “Θα περάσει κι η νύχτα αυτή, όσο δύσκολη κι αν είναι μακριά σου…” Έπαψε το ρολόι να κοιτά και με βήμα αργό κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο εκείνο όπου έφεγγε η μοναδική αναμμένη λάμπα του σπιτιού.
Ακίνητη για μια στιγμή στάθηκε, το χέρι άπλωσε και μια κορνίζα, που στο γραφείο ακουμπισμένη βρισκόταν, απαλά σήκωσε. Το δάκρυ δεν έλεγε να πάψει να κυλά, το βλέμμα της στο πρόσωπο της φωτογραφίας καρφώθηκε. Με λατρεία κοίταξε τη μορφή εκείνου που, σαν αλήθεια να ‘τανε, στα μάτια της κοιτούσε. Τα δάχτυλά της ακούμπησε στο ψυχρό γυαλί λες και την αίσθηση του προσώπου του θα [I]μπορούσε να αισθανθεί, το δάκρυ σκούπισε, χαμογέλασε κι ακούμπησε με προσοχή την κορνίζα ξανά στη θέση της. Τράβηξε προς το μέρος της την καρέκλα του γραφείου, έκατσε και αφού συμμάζεψε όσα αντικείμενα σκόρπια εκεί βρισκόντουσαν έφερε μπροστά της μια λευκή σελίδα κι ένα στυλό. Έριξε μια ματιά ακόμα σ’ εκείνον κι άρχισε να γράφει. Κι οι ώρες περνούσαν κι εκείνη έγραφε, όλη τη νύχτα, ως το ξημέρωμα…
Δεν ήταν από εκείνες τις γυναίκες που σαν τις αντικρίσεις να τις ξεχάσεις δε μπορείς, δεν είχε ομορφιά παροιμιώδη, δε θα τη θυμόσουν μια στιγμή αργότερα ακόμα κι αν το προσπαθούσες. Απαρατήρητη περνούσε πάντα, σαν αόρατη να γεννήθηκε. Κι όμως, αν έκανες τον κόπο να τη γνωρίσεις ίσως κάτι να σου ‘μενε από εκείνη να θυμάσαι. Κάτι μικρό ίσως, ελάχιστο, μα κάτι σίγουρα υπήρχε.
Στη ζωή της ως τώρα ελάχιστους ανθρώπους μπόρεσε να εμπιστευθεί, ν’ ανοίξει την καρδιά και την ψυχή της, κι απ’ αυτούς ελάχιστοι ήταν εκείνοι που την εμπιστοσύνη της δεν πρόδωσαν. Φίλους, απ’ τα παιδικά της χρόνια, να κρατήσει δε μπόρεσε, όσο για τα χρόνια που ακολούθησαν, ναι, κάπως έτσι συνέχισε… Μπόρεσε όμως να ερωτευθεί, μπόρεσε ν’ αγαπήσει, αν και, τις περισσότερες φορές, ήταν με λάθος άνθρωπο. Κάπως έτσι είχε κυλήσει η ζωή της, γεμάτη πίκρα, όνειρα ανεκπλήρωτα και καταστάσεις φρικτά δύσκολες, ως τη στιγμή που αποφάσισε να βγάλει από μέσα της όσα για χρόνια την έπνιγαν στερώντας της την ευτυχία που αναζητούσε.
Μια νύχτα σαν και την αποψινή ήταν όταν η ψυχή της μορφή πήρε, μια νύχτα σκοτεινή, τρομακτικά μοναχική. Έκλαψε εκείνη τη νύχτα πολύ και τα δάκρυα μελάνι έγιναν αποτυπώνοντας κάθε της συναίσθημα σ’ ένα κομμάτι λευκό χαρτί. Για τη μοίρα έγραψε, εκείνη που τόσο σκληρά της είχε φερθεί κάθε στιγμή της ζωής της, και για τη μοναξιά που δεν μπορούσε να πάψει να αισθάνεται.
Το γραπτό αυτό ακολούθησαν κι άλλα με τη σειρά τους, όλα βουτηγμένα στο σκοτάδι που την τύλιγε μα και με μια κρυφή ελπίδα πως τα πάντα θ’ αλλάξουν κάποτε. Κι ήταν εκείνα τα γραπτά η αφορμή ν’ ανοίξει τα φτερά που μέσα της έκρυβε και να δοκιμάσει ξανά να ονειρευτεί, να πετάξει. Αφορμή στάθηκαν και για όσους αγνοούσαν την ύπαρξή της να κοιτάξουν λίγο καλύτερα προς το μέρος της και, κάποιοι από αυτούς, να έχουν πλέον κάτι να θυμούνται από εκείνη.
Ταξιδεύοντας στις λέξεις η ζωή της είχε αποκτήσει νόημα, μα όχι εκείνο που την ύπαρξή της θα έκανε ν’ αξίζει. Οι μέρες περνούσαν, τα συναισθήματα γνώριζαν πια το δρόμο προς τα έξω, δε την έπνιγαν πια, μα η μοναξιά, πάντα εκεί, αγέρωχη σύντροφος σε κάθε της στιγμή.
Ο καιρός που πέρασε πολύς δεν ήταν όταν, χάρη στα όσα έγραφε, συνάντησε εκείνον… Μέσα απ’ τις λέξεις τη γνώρισε όταν έτυχε να διαβάσει όσα για ένα ταξίδι έγραψε, ένα ταξίδι που ποτέ δεν κατάφερε εκείνη να κάνει, μα πάντα ονειρευόταν. Μέσα απ’ τις λέξεις τις δικές της είδε εκείνος κομμάτια του εαυτού του να καθρεπτίζονται μπροστά του κι ευχήθηκε να μπορούσε ν’ αντικρίσει εκείνη, που μέσα του να μιλήσει κατάφερε, τόσο απλά μα και τόσο δυνατά. Κι ήταν εκείνη η ευχή που μέσα της άκουσε και δύναμη της έδωσε να δοκιμάσει να του μιλήσει, δίχως μελάνι και χαρτί, με τη φωνή της μόνο.
Μοναχικός κι εκείνος, πληγές μετρούσε και τρόπους να τις επουλώσει έψαχνε. Στα σύννεφα συχνά την ψυχή του ταξίδευε γυρεύοντας έν’ άγγελο μαζί για να πετάξουν. Της ζωής του η πορεία κοινή με τη δική της έμοιαζε να είναι. Οι σκέψεις, οι πόθοι κι όλα όσα ονειρεύτηκε ποτέ, όλα μ’ εκείνη ταίριαζαν… κι αφέθηκε σε όσα ένιωσε από την πρώτη στιγμή, αφέθηκε και την αγάπησε. Στο πρόσωπό της τον άγγελο, αυτόν που αναζητούσε, αντίκριζε, στη φωνή της τον ήχο της θάλασσας, που τόσο λάτρευε, άκουγε. Μα και για ‘κείνη κομμάτι του εαυτού της ήταν, το μισό που έλειπε όταν ολόκληρη να νιώσει δε μπορούσε, η ανάσα που ζωή της έδωσε, ο ουρανός που λαχταρούσε να πετάξει.
Αλλά η μοίρα πότε και σε κανένα δε χαρίστηκε… Η ζωή του καθενός καταστάσεις δύσκολες γεμάτη, η απόσταση μεγάλη ανάμεσά τους, οι στιγμές που ονειρεύονταν, όντας χαμένοι και οι δυό σε μια αγκαλιά, λιγοστές… μα η αγάπη που τους έδεσε, δυνατή, μαζί τους κράτησε, πέρα από κάθε δυσκολία, πέρα από κάθε εμπόδιο. Μαζί κατάφεραν την απόσταση να εκμηδενίσουν και, μαζί, να κάνουν εύκολα όλα όσα, για τους άλλους, δύσκολα είναι.
Το σκοτάδι βαθύ απόψε μοιάζει στην ψυχή της, βαθύ και παγερό. Κι ας είναι το φεγγάρι ολόγιομο, κι ας είναι η νύχτα σαν απ’ την καρδιά του καλοκαιριού βγαλμένη. Της μοναξιάς η παγωνιά τα σωθικά της τρώει και η σιωπή… η απουσία της φωνής του… πονάει η σιωπή. Απόψε που η πραγματικότητα βίαια στο όνειρο εισβάλει όλα δυσκολότερα μοιάζουν και οι αντοχές στα όριά τους φτάνουν.
[align=center][I]“Καπνός τυλίγει το κορμί μου…
Σιωπή που δεν επέλεξα τις αισθήσεις μου σκοτώνει…
Η απουσία σου πλήρης…
Και τ’ όνειρο κομμάτια μακριά σου…
Στο σκοτάδι της ψυχής μου βυθίζομαι…
Νύχτα ψυχρή…
Ξανά μόνη…
Πάντα μόνη…
Τα μάτια να κλείσω δε θέλω…
Αν θα τα κλείσω όνειρα θα κάνω…
Όνειρα καταδικασμένα σε θάνατο με της αυγής το πρώτο φως…
Ν ’ αργήσει δε μπορεί το ξημέρωμα…
Πλησιάζει ο θάνατος…
Κρυφτείτε όνειρά μου…
Αν θα χαθείτε μαζί σας θα χαθώ κι εγώ…
Μια λέξη μόνο…
Μια σου λέξη κι όλα φωτεινά θα γίνουν πάλι…
Μίλα μου…”[/I][/align]
Η νύχτα κυλά, ξημερώνει, σε λίγο όλοι θα ξυπνήσουν. Σε ένα σπίτι μόνο, κάπου μακριά, στην άκρη της πόλης, κάποιος να κοιμηθεί δε μπόρεσε. Μια γυναίκα, από εκείνες που εντυπώσεις δεν αφήνουν, με συντροφιά τη μοναξιά και το σκοτάδι, έκλαψε απόψε. Έκλαψε και το δάκρυ της μελάνι έγινε, ακόμα μια φορά, και σε λευκό χαρτί για την αγάπη έγραψε… και για εκείνον, που η σιωπή τον τύλιξε απόψε…[/B] Δημοσίευση στο stixoi.info: 24-04-2008 | |