Τυχαίες συναντήσεις

Δημιουργός: justawoman, Στέλλα Γεωργιάδου

…ή Τερτίπια του Πανδαμάτορα. (Αφιερωμένο στον Κώστα Νησιώτη ως μια άλλη οπτική στην Εξομολόγησή του)

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Συναντηθήκαμε ύστερα από πολλά - πολλά χρόνια. Αιώνες θα ‘λεγα, αν οι ακριβοδίκαιοι καταμετρητές του χρόνου δεν τον είχαν τόσο βάναυσα ζεμένο σε ρολόγια κι ημερολόγια. Μια αδιόρατη έκπληξη στο βλέμμα σου και μετά, η χαρά.
Εν ριπή οφθαλμού, η σκοτεινιασμένη μορφή της γυναίκας που σε χαιρέτησε μεταμορφώθηκε στο καλόβολο κοριτσάκι, που αποχαιρετούσες ένα νυσταγμένο ανοιξιάτικο πρωινό, με την παρηγορία της επιστροφής. Από τότε μισώ τη Γαλλία κι ότι προέρχεται απ’ αυτήν. Δεν προσμετρώ την ορκισμένη αγάπη, γιατί ούτε τότε, ούτε τώρα, ούτε ποτέ θα πιστέψω σε όρκους αιώνιας πίστης κι άλλες πολυτελείς κι ανώφελες για τα δεδομένα μου υποσχέσεις. ‘Σαν να μην πέρασε μια μέρα’, είπες, και δυό βαθιές αυλακιές στα μάγουλά σου χλεύασαν το ίδιο σου το χαμόγελο.
Δεν αγαπούσα παρά μόνο τα δικά σου παραμύθια, μα να που κι αυτά γέρασαν κι έχασαν την πειστικότητα της ορμής τους.
Τυπικά ευγενική εγώ, μάζευα τα νύχια και τα δόντια απ’ τις ακονισμένες λέξεις μου. Τόσα χρόνια τις φύλαγα και να που τώρα, μου μοιάζουν τόσο οικείες κι αγαπητές, που δε μου κάνει καρδιά να τις αποχωριστώ για χάρη ενός ξένου. Ακόμη κι γνώριμη λάμψη στα μάτια σου, ανοίκεια, φορτωμένη ξένες εμπειρίες και υλικά ονείρων που ποτέ δε με φιλοξένησαν, έμοιαζε με άψυχη ανάκλαση μακρινών εποχών θαμμένων στο φως της λήθης τους. Χαμογέλασα, μόνο με τους ελεγχόμενους από τη συγκατάβαση μυώνες, κι έριξα μια ματιά στο ρολόι μου, που από πείσμα είχε ακινητοποιήσει τους δείκτες του. Αστραπιαία πέρασαν απ’ το νου μου τα ριζωμένα χρόνια μου.
Πρώτα τ’ ανέμελα ερωτικά τοπία μας, κατόπιν τα σκοτεινά καλοκαίρια του πόνου, ύστερα τ’ απολιθωμένα κάδρα των αναμνήσεων, ενώ ανάμεσά τους εισέβαλλαν πιεστικά τα ραντεβού στο γραφείο, επείγουσες υποθέσεις στην τράπεζα, ο οδοντίατρος που αμέλησα. Το παρόν νίκησε κατά κράτος, κι η σκοτισμένη εργασιομανής παρουσία μου νίκησε το κορίτσι που προς στιγμήν λαχτάρησες. Δεν τόλμησες να προτείνεις επανάληψη του τυχαίου, ούτε ν’ αρθρώσεις καν μια δικαιολογία, που είμαι σίγουρη ότι είχες από καιρό σμιλέψει και πιστέψει.
Χαμήλωσαν ξαφνικά οι ώμοι σου κι άρχισες να μικραίνεις, να μικραίνεις και να σβήνεις. Έτσι, τυχαία όπως εμφανίστηκες. ‘Ήθελα να σου πω…’ ψέλλισε η ηχώ σου, μα τη σκέπασε ο θόρυβος της πόλης, που άρχισε να κινεί τη μέρα με ταχύτητα. Τάχυνα κι εγώ το βήμα μου, κροταλίζοντας στο πεζοδρόμιο τ’ απομεινάρια απ’ το περήφανο βάδισμα του κοριτσιού, που σ’ αγάπησε.
Δεκαετίες πιο ανάλαφρη, διέσχισα το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής μας, προτού, οριστικά πια, εισέλθω στην ενήλικη υπόσταση των επιλογών. Αυτό ήταν και το μόνο πραγματικό σου δώρο.
Με ανάγκασες να διαλέξω εγώ... τη ζωή μετά.

[I](Απρίλιος 2007)
[/I]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 05-05-2008