Μάνα

Δημιουργός: AndreasChristodoulou

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Έλεγες πως γέρασες πια ,πως χάθηκε η φλόγα σου εκείνη
Πως τα τόσα μαρτύρια σου τσάκισαν πια το κορμί
Εσταλάξαν σιγά σιγά στη φτωχιά καρδιά σου
Την πνοή του θανάτου και γέρνεις τώρα........
Έλεγες πως πάει ,δεν θα δείς τη μεγάλη ημέρα εκείνη
Δεν μπορείς πια μαζί μας να βαδίσεις
Και θόλωνε τα μάτια σου η πίκρα και τα’σκαβε ο καυμός

Οχι Μάνα ! σήκωσ’τα μάτια σου και κοίτα εδώ πέρα !
Στη ζωή μας η θέση σου μένει αδειανή και προσμένει
Θα κατέβεις στη μάχη μαζί μας ,οπως πάντα
Κι αν η ζωή σου κόβεται τώρα ,Μάνα μην το λές
Πως μαζί μας δεν θάσαι
Θα μας φέρνεις στη μάχη τ’αμέτρητα πλούτη του νού σου
Καθώς φώς που τα νέφια της ψυχής θα σκορπίσει
Θα μας φέρνεις το ξάστερο μάτι που βλέπει τα πάντα
Θα μας φέρνεις την ήρεμη σκέψη,την ώριμη γνώση
Του παλιού καπετάνιου που πέρασε θάλασσες μύριες
Και κατέχει καλά του νερού και του ανέμου την τέχνη
Σαν εμείς θα κτυπούμε τυφλά ,κάθε λόγος δικός σου
Θα σπιθίζει τριγύρω μας ήλιος,να δείχνει το δρόμο
Και τα χέρια σου εκείνα που γίναν βαριά
Νέους δρόμους θα χαράζουν για την μάχη
Για τη μάχη Μάνα και για τη νίκη

Κι αν σου γράφτηκε ομως,τώρα να πέσεις στη μέση του δρόμου
Τότε πάλι τα χέρια σου εκείνα που χρόνια ματώναν
Που τόσο εδουλέψαν σκληρά στον σκληρό μας τον κόσμο
Οπου τόσους καιρούς στην ιερή του παλάμη εσυνάζαν
Στάλα-στάλα απ’τα μάτια σου κι απ΄τα μάτια μας το δάκρυ
Και το υψώναν στον ήλιο να λάμψει,ν’αστράψει σα φάρος
Τα φτωχά σου τα χέρια που τόσους καιρούς επονέσαν
Θα περάσουν στο σύμπαν ξανά και θα γίνουν λουλούδια.........
Μες στους κήπους του κόσμου θα λάμψουν μεγάλα ,δροσάτα
Και στ’αγέρι θα γέρνουν και γύρω θα βλέπουν με δίψα
Την καινούργια ζωή να χαρούν και να χαιρετίσουν.....

Ναι Μάνα,μαζί μας θε νάσαι ,μαζί μας και τώρα και πάντα!


Είναι τριγύρα μου πολλά την πίκρα που στραγγίζουν
Κι είναι κορμιά κοιτάμενα στις πλάκες σα σκυλιά
Κι οπως των άστρων ο παλμός και τουτα με αγγίζουν
Στης άβουλης ανάπαψης,λυτά την αγκαλιά

Ετσι στην άγια ερημιά,που της καρδιάς το χύμα
Ολονυχτίς κι ολημερίς βαθιά μου αγρικά
Όλη ένα στήθος η ψυχή όλη η ζωή ένα κύμα
Φουσκώνει,κι άφαντη η ακτή,και δεν την προσδοκά

Άσειστο βάρος μοναχά μου πλάκωσε τα στήθη
Σάμπως και νάμαι μονάχος μηδέ συντρόφους νάχω
Ως που σε τέτοιο στεναγμό η πίκρα μου ξεχύθη
Η ορφάνια σάλεψε βαθιά μου κι ανηφοράω το βράχο

Βοήθα με Γή,το μόχτο σου στο μοχτο μου στραγγίζω
Βοήθα με ,του καυμού το μέγα κόμπο λύσ’τον
Του κόσμου η πράξη ειναι καπνός τώρα στερνά σ’αγγίζω
Πάρε με μές στα σπλάχνα σου βαθιά στη θέση των αρίστων.............

Κι ως ολοένα απλώνονταν η νύχτα γύρωθε μου
Κι ήρτε πια ο απόδειπνος ο μέγας της σαρκός μου
Τα μάτια μου ανασήκωσα στη σκοτεινιά κι είπα «Θεέ μου
Διώξε απ’τα μέλη μου την αίσθηση του κόσμου....."

Δημοσίευση στο stixoi.info: 08-05-2008