Ο βαρεμένος 1

Δημιουργός: Maria Olsen, Μαρία

Έτσι για πλάκα...

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

- Στάσου, που πας;
- Άσε με, βαριέμαι. Πάω μια βόλτα να ξεσκάσω.

Όλο βαριόταν αυτό το παιδί. Από μικρό, όταν του λέγανε να πάνε στην παραλία τις Κυριακές να κάνουν το μπάνιο τους, αυτό βαριόταν. Την πρώτη μέρα στο σχολείο τον πήρε ο ύπνος μες στο αυτοκίνητο με τη σάκα του για μαξιλάρι. Σαν έφηβος, βαριόταν να φάει. Τον κυνηγούσε η μάνα του με το κουτάλι σαν βρέφος νηπιαγωγείου. Φοιτητής, πάλι τα ίδια. Κλεινόταν στο δωμάτιό του με τις ώρες και χανόταν στα βιβλία του. Μόνο τα βιβλία του δεν βαριόταν.

Πως και δεν βαρέθηκε τη μέρα του γάμου του να μας κάνει κανένα χουνέρι να ρεζιλευτούμε σ’ όλη τη γειτονιά, ένας θεός το ξέρει. Μυστήριο μεγαλύτερο και από το γαμήλιο, που εμφανίστηκε στην ώρα του ακριβώς πλυμένος, φρεσκοξυρισμένος, με λουλούδι στο πέτο και μια αφηρημένη έκφραση στη μάπα, σαν να προσπαθούσε να λύσει την εικασία του Γκόλντμπαχ.

Βοήθησε βέβαια και ο κουμπάρος. Που τον βάζεις τον κουμπάρο; Όταν έπρεπε να τον ντύσει τον είχε περιποιηθεί δεόντως, δηλαδή με άλλα λόγια του είχε κάνει τον οπίσθιο τρυπητό με τις βελονιές. Ούτε ραπτομηχανή να ήταν το χέρι του κουμπάρου. Βράχος σκληρός και ανελέητος, του στάθηκε εκείνη τη στιγμή. Αφού φοβόταν ότι άμα έπινε ο γαμπρός στη δεξίωση θα γινόταν σαν την αναπαράσταση του Μίκυ Μάους και θα πότιζε με τον πισινό του όλες τις γλάστρες του μαγαζιού. Αλλά τι να κάνεις; Γαμπρός αφηρημένος γίνεται; Αυτά σκεφτόταν ενώ ο γαμπρός κοιτούσε τους δείχτες του ρολογιού του να σκαρφαλώνουν σαν να ετοίμαζε δοκίμιο για τις πιθανότητες αρθροίσματος των πρώτων αριθμών.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-05-2008