Ο βαρεμένος 2 Δημιουργός: Maria Olsen, Μαρία Έτσι για πλάκα;;; Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Μια μέρα γύρω στα 15 του ο Νίκος γύρισε στο σπίτι αλαφιασμένος. Είχε διασχίσει όλη την πόλη τρέχοντας με τη ψυχή στο στόμα γιατί τον κυνηγούσαν κάτι αλήτες μαζί με το φίλο του. Τους είχαν σταματήσει μετά το σχολείο και άρχισαν να τους πειράζουν. Τους ήξερε φατσικά, πήγαιναν σε μεγαλύτερη τάξη, κυκλοφορούσαν μαζί σαν κοπάδι και όλο έκαναν φασαρίες. Τελικά ο φίλος του το είχε βάλει στα πόδια όταν είδε ότι τον έσπρωξαν χάμω και άρχισαν να τον χτυπάνε, ενώ ο κόσμος που περνούσε έκανε πως δεν έβλεπε. Πως την είχε γλυτώσει ούτε καν ήξερε, κάποια στιγμή πάντως μπόρεσε και το βαλε στα πόδια και σε όλο το δρόμο για το σπίτι φοβόταν μην τους ξαναδεί μπροστά του.
Μπαίνοντας στο σπίτι άκουσε τη φωνή της μάνας του που έπαιζε χαρτιά με τις φιλενάδες της. Ήταν μαζεμένο όλο το ασκέρι και του φάνηκε πως θα χρειαζόταν μαχαίρι για να σκίσει το πυκνό σύννεφο καπνού από τα τσιγάρα τους καθώς διέσχιζε το σαλόνι.
- ‘Μαμά μαμά μου επιτέθηκαν κάτι τρελοί από το σχολείο και’...δεν μπορούσε να συνεχίσει. Η φωνή του ανέβαινε από το λαρύγγι του και έβγαινε σαν λυγμός. Μια σάλα ολόκληρη από εύθυμες γυναίκες μ’ ένα ποτήρι κρασί στο ένα χέρι, τα χαρτιά τους στο άλλο και ένα τσιγάρο στο στόμα, γύρισε να τον κοιτάξει. Ήταν βρώμικος από το κύλισμα στο δρόμο, ιδρωμένος, ξέπνοος, και έτρεμε ολόκληρος.
- ‘Τι είπες; Τι φοβερό παιδί μου’ αναφώνησε μετά από αιώνες σιωπής η μάνα του. ‘Τα
παλιόπαιδα, έλα να σου φτιάξω ένα τσάι με μέλι να ηρεμήσεις, και να σου δω και τις πληγές’... Το χείλι του που ήταν ήδη πρησμένο έσταζε ακόμα αίμα.
Τον πήρε έξω στην κουζίνα να τον φροντίσει.
- ‘Έννοια σου γιέ μου, θα πάει να βρεί τον λυκειάρχη ο πατέρας σου και θα τα κανονίσει αυτά τα παλιόπαιδα. Μη στεναχωριέσαι καθόλου, άλλωστε σήμερα θα πάτε να πάρετε και το καινούριο σου μηχανάκι, δε χαίρεσαι γι’ αυτό’; Του έλεγε ενώ του φρόντιζε το πρόσωπο. Πάντα είχε απαλά χέρια. Του έβαλε πάγο να φύγει το πρήξιμο και έπινε το τσάι του όταν μπήκε ο μπαμπάς. Αφού τα άκουσε όλα είπε με τη βραχνή του φωνήׁ- ‘Αύριο θα πάω να βρώ το λυκειάρχη. Δεν μπορούνε να φέρονται έτσι στο γιό μου’.
Ο Νίκος ακούμπησε το ποτήρι του στο τραπέζι της κουζίνας και σηκώθηκε.
– ‘Πάω πάνω’ είπε. Στο δωμάτιό του κλείδωσε την πόρτα, άνοιξε το παράθυρο και άναψε ένα τσιγάρο. Συνήθως απέφευγε να καπνίζει μέσα στο σπίτι, αλλά σήμερα τι θα του 'καναν; Δεν μπορούσαν να τον μαλώσουν κι από πάνω.
- ‘Νίκο!’ ακούστηκε η φωνή της μάνας του. ‘Δεν θα πάτε τελικά να πάρετε το μηχανάκι;’ Ο Νίκος άνοιξε μια χαραμάδα την πόρτα, κατάφερε ένα – ‘δεν μπορώ σήμερα, βαριέμαι’ και την ξανακλείδωσε πίσω του.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 28-05-2008 | |