Μουσες Δημιουργός: AndreasChristodoulou Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Ήρθε σαν δώρο,μου είχε διψάσει πια τον πόθο η ψυχή
Ως πότε να βαδίζει στ’αλλαγμένο μεσημέρι που φωτάει σαν αυγή
Στο μαύρο φώς της υγρασίας,στη θολούρα τ’ουρανού
Κατάντικρυ ενός μνήματος νεοσύστατου κι υγρού
Κόρες της Μνημοσύνης μου περιζώσατε τα μάτια
Η καθεμιά σας με οδηγά στα πιο ισκερά του κόσμου μονοπάτια
Στη στέρνα του με πάτε που αγάπες καθρεφτίζει
Εκεί που η ψυχή μου ξέθωρη και μόνη αρμενίζει
Κράξατε γύρα μου του έρωτα πουλιά
Στου κήπου του με ρίξατε τ’απόμερα ανοιχτά
Κι όλες μαζί χορεύετε με πάθος τη χαρά μου
Τις μαύρες μνήμες με γητιές διώχνετε απο κοντά μου
Βάλσαμα με ποτίσατε ακάλεστα μεθυστικά
Κι αντιλαλήσανε βροντές,άνοιξε καταρράχτης στη καρδιά
Στείλατε χρώματα ,πετάγματα ,πεταλούδες απ’τα περιβόλια
Κι αίφνης ξεσκίστηκαν του γνόφου μου τα ξόμπλια
Δεν με ξεχνάτε Αδερφάδες ,με χαμογέλια και γνεψίματα χαράς
Με πέπλα κι έσθητες προσκολλημένα ,στις αρμογές μιάς αψεγάδιαστης καρδιάς
Μου αποκαλύπτετε στη μάζωξη της,τι είναι η ζωή
Κι έτσι σημαίνοντας στα ξεφαντώματα της με πλημμυράει δύναμη παγανή
Αίθριος προβάλλει τώρα και διαφέγγει ο ουρανός
Μια αναγάλλια κι ενα κατορθωμένο γλαύκο φώς
Τρυπάν τις τέφρες μου δεμάτια ολόκληρα σαϊτιές χρυσές
Στεριώνει νέα εικονα,νέα μορφή μες στης ψυχής μου τις ρωγμές
Ω Μούσες,ποιο περιβόλι πόκρυψε κάτω απο εύοσμες σκιάδες
Ηδονές ,ζεύγη ερώτων,είδωλα ή Αμαδρυάδες
Φθάνει ποτέ τη ζηλευτή,του Λευκού της Ρόδου παρθενία
Που ολοάσπιλο είναι κι ως και το κρίνο,του ρόδου τούτου γυρεύει τη θωπεία..........
Δημοσίευση στο stixoi.info: 13-06-2008 | |