Να αγαπας και να αγαπιεσαι... συνεχεια2 Δημιουργός: φεγγαροφως, Ελεαννα τελικα οτι απφευγουμε, καραδοκει και μας πληγωνει πιο πολυ απο καθε τι αλλο... Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Αν είχα δώσει εκείνο το φιλί ίσως να ήταν όλα διαφορετικά, αν είχα εκφράσει όλα όσα ένιωθα, και όχι τα μισά ίσως ήταν όλα πολύ καλύτερα από τα μέτρια χειρότερα. Παρόλα αυτά, ναι, δεν μετάνιωσα για τίποτα από όσα έγιναν και κυρίως έκανα. Έζησα, ότι ονειρευόμουν, μέσα σε πολύ λίγο καιρό. Ό,τι ακριβώς ήθελα να ζήσω, το έζησα έστω και αν με πρόλαβε η ημερομηνία λήξης. Φυσικά και δεν θα ήθελα να αλλάξω κάτι από αυτά αλλά θα ήθελα μάλλον να τα καλυτερεύσω… Αν δεν φοβόμουν ίσως να έβρισκα το κουράγιο να τον κοιτάξω την ώρα που η μορφή του, θάμπωνε και να του έλεγα απλά: Μείνε! Μείνε για μένα και για σένα, μείνε για το αύριο και το χθες, μαζί. Ότι ακριβώς φοβόμουν το μαζί. Είμαι ελεύθερο πνεύμα εγώ αποκλείεται να είμαι με κάποιον συνέχεια μαζί, να κάνουμε πράγματα, μαζί, να ζούμε και να υποφέρουμε μαζί… Συνήθως του έλεγα και του ξαναέλεγα ότι ζούμε μαζί και υποφέρουμε χώρια, λες και θα είμαστε δύο ξένοι, δύο ξένοι μες τους γνωστούς. Μάτια βουρκωμένα από το πλήθος δακρύων που είχε μαζευτεί, δεν αντέχεται ο αποχωρισμός , έφυγα πριν καλά-καλά φύγει ο ίδιος. Λες και δεν ήξερε κανείς ούτε καν και οι κολώνες του δρόμου, που αμέτρητα βράδια φιλιόμασταν υπό το άγρυπνο βλέμμα τους , πόσο τον αγάπησα… Εγώ απλά το ξέχασα, από φωτογραφίες θυμάμαι την Μορφή του, το Άγγιγμα του, το Φιλί του, και κυρίως τον τρόπο που με κοιτούσε… τόσο απλά εγώ τον ξέχασα… ωραία αγάπη…
Αυτός ο φόβος με κράτησε πίσω και το χειρότερο ποτέ δεν έμαθα το γιατί. Γιατί! Δεν το έζησα, το αρνήθηκα και μετά το άφησα απλά να φύγει. Έκανα αυτό που θα έκανε κάθε κοπέλα, που αρνήθηκε τα πάντα! Απλά τον άφησα ελεύθερο στην επιλογή… Και επέλεξε αυτό που ήθελε: be what you wanna to be, don’t make sacrifices! Δεν έκανε ακόμα και τώρα δεν γύρισε πίσω, τώρα που τον χρειαζόμουν όσο τίποτα άλλο!! Ξέρω γιατί δεν γύρισε, ήταν πάντα της άποψης ότι εφόσον πάρουμε μια απόφαση θα πρέπει να ακολουθηθεί πάση θυσία… Αλλά καλύτερα να αρχίσω από την αρχή που γράφτηκε από το τέλος και να φτάσω στο τέλος το οποίο γράφτηκε από τους τίτλους της ανθρώπινης αρχής…
Καλοκαίρι, λοιπόν, γνώρισα τον Στέφανο, γύρω στα 18 με 19, ήταν γοητευτικός, εξ ολοκλήρου πλασμένος από αγγελικά δάχτυλα και με μορφή ολότελα διαφορετική. Με έκανε να ξεχαστώ, να αποφύγω το κυριότερο να χαθώ από τον εαυτό μου. Ήταν μια χρονιά που πήγαιναν όλα στραβά, είχα χάσει ότι ήμουν. Συναντηθήκαμε ένα βράδυ, κοντά στην θάλασσα… Από την πρώτη ματιά κατάλαβα ότι κάτι δεν ήταν σωστό για αυτή την φιλία. Καθόμουν στο μόλο, τα πόδια μου, έκαναν βουτιές στην ζεστή αύρα της θάλασσας. Δεν είχε αέρα και γι αυτό φορούσα τα καθημερινά μου ρούχα, δεν είχε κάτι ιδιαίτερο αυτή η συνάντηση, ήταν θα έλεγα σαν όλες τις προηγούμενες, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πάντως, ήταν ο τρόπος. Σαν να είχε σκηνοθετηθεί από κάποιον φοβερό χολιγουντιανό σκηνοθέτη, που ασχολείτο παλιότερα, με την ασπρόμαυρη υφή των πραγμάτων… κοιτούσα την θάλασσα νοσταλγικά, σαν να είχα ξεχάσει πως ήταν το άγγιγμά της, η δροσιά της σε συνδυασμό με την απέραντη ζεστασιά, που αντιστοιχούσε σε κάθε ελαφρό αεράκι που ανέβαζε τον πήχη τον κυμάτων. Τότε εμφανίστηκε αυτός, ο μυστήριος νέος, που ακολούθησε διαφορετικό δρόμο από τον κολλητό του και την υπόλοιπη παρέα, σαν να ήθελε για δύο λεπτά να μείνει απολύτως μόνος. Έτρεξε ως το μέρος που καθόμουν εγώ, άφησε το κινητό του και τα κλειδιά του ακριβώς δίπλα μου, μου χαμογέλασε, ένα χαμόγελο που κάθε κοπέλα δεν θα άφηνε ασυγκίνητη, πήρε φόρα και έπεσε μέσα… Tο πουκάμισο που φορούσε κόλλησε στην βερμούδα και η βερμούδα του στα πόδια του, όταν ξεπρόβαλλε το κεφάλι του, είχε πάρει μια γλυκόπικρη έκφραση και έπαιζε με το νερό σαν μικρό παιδί. Οι παρέα του σε μια βάρκα καθόταν. Η Ώρα πέρασε και ο ωραίος νεαρός, δεν έβγαινε από την θάλασσα, γι αυτό πήρα τα κλειδιά και το κινητό του και τα έδωσα στην παρέα αυτή... Έφυγα πιστεύοντας ότι δεν θα δω ξανά ποτέ τον παρορμητικό αυτό νέο. Κι όμως δεν ήταν έτσι, δεν άργησε να έρθει η ώρα που θα τον ξανάβλεπα, και ναι ήμουν ήδη έτοιμη να του μιλήσω, σαν να τον ήξερα από χρόνια.. Αν και πήγα για ύπνο, δεν κατάφερα να κοιμηθώ, έκατσα να γράψω, σε ένα λευκό χαρτί, λόγια από πράξεις χαμένες στο διάστημα, κιόλα αυτά προσπαθώντας να θυμηθώ και την τελευταία γωνία του προσώπου του, το τελευταίο παράξενα ωραία, σημείο του προσώπου του. Μου είχε καρφωθεί το πρόσωπό του, ήταν αγγελικό αλλά και κατά περίεργο τρόπο διαβολικό μαζί, καλό και κακό μεταμορφωμένα σε ένα, όλα παρέα… Ήθελα να το ζωγραφίσω αν και δεν ήξερα ούτε καν πως! Δεν είμαι άνθρωπος της τέχνης, της καθαρής δημιουργίας. Την επόμενη μέρα, άργησα να ξυπνήσω, θυμάμαι, αλλά δεν είχα να κάνω και κάποια δουλειά φυσικά. Οπότε τι καλύτερο από το να κάτσω να χουζουρέψω, στα ζεστά σεντόνια και στο δροσερό περιβάλλον που δημιουργούσε το κλιματιστικό. Ήμουν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου όταν μπήκε μέσα στο δωμάτιο, η ξαδέρφη μου για να μου πει ότι ήταν ώρα να σηκωθώ επιτέλους. Η ώρα ήταν μόλις 7, το απόγευμα. Φαίνεται η ονειροπόληση με την βότκα στο χέρι, για ώρα, κοντά στο παράθυρο, σκεπτόμενη, αυτό το νεαρό, που ούτε καν το όνομα του δεν ήξερα, με έκανε να βγω από συνήθειες. Άφησα την ξαδέρφη μου να φωνάζει υστερικά, επειδή αυτή έκανε όλες τις δουλειές, δεν την άκουγα, ετοιμαζόμουν να βγω έξω βόλτα, να περπατήσω την κρύα άμμο, και αν μου έρθει η όρεξη να κάνω το μπάνιο μου, μόνη μου στην θάλασσα. Ήταν λίγες οι φορές που θα έκανα μπάνιο στην θάλασσα, δεν είμαι παιδί της θάλασσας. Ναι ομολογώ ότι ήθελα όσο τίποτε άλλο να τον δω, αλλά περπατούσα, την παραλία και απλά κοιτούσα το φεγγάρι. Πήγα στο μόλο, έβγαλα το τζιν και την μπλούζα και έμεινα με το μαγιό μου. Έπεσα μέσα στην θάλασσα, τόσο απλά… Αισθάνθηκα, το νερό να τραβά κάθε μικρό χιλιοστό του σώματός μου. Δεν ήταν ζεστό το νερό αλλά ούτε κρύο, ήταν αρκετά καλό, ώστε να αγκαλιάσει το σώμα μου, και να μην θέλω να φύγω… Έκατσα όσο πιο πολύ μπορούσα, και ναι κάποια στιγμή τον είδα. Ερχόταν προς το μέρος μου, με κοίταζε λες και θα ήθελε να μου μιλήσει. Του έδωσα το χέρι μου, με τράβηξε, και ένιωσα το νερό να με γαργαλάει μέσω της ταχύτητας. Τα πόδια μου, διπλώθηκαν στην μέση του και τα χέρια του τα ένιωσα να με σφίγγουν. Με κοίταξε στα μάτια, είπε άηχα το όνομά του. –Στέφανος. Του είπα το δικό μου… -Λένα… Λες και τα μάτια μας είχαν αναπτύξει δικό τους κώδικα επικοινωνίας. Τα μαλλιά μου είχαν αρχίσει να κατσαρώνουν, μπούκλες γίνονταν, και το χρώμα τους σκούρο, λες και τους είχα ρίξει μπογιά. Με το χέρι του, έκανε πέρα την μπούκλα που είχε μπει εμπόδιο στην επικοινωνία μας. Δεν σκεφτήκαμε αν ήταν λάθος, με παρόρμηση της στιγμής απλά φιληθήκαμε, και νιώσαμε ξαφνικά το νερό να παγώνει, λες και ένα απλά φιλί θα έπαιρνε όλη την θερμότητα του νερού. Ένιωσα τα χείλη του να συλλέγουν κάθε σπιθαμή του λαιμού μου, και όλα αυτά μπροστά από το μόλο, εκεί που την προηγούμενη μέρα συναντηθήκαμε. Τρόμαξα στο άγγιγμά του, λες και δεν με άγγιζε τόση ώρα. Με κοίταζε, βουβός λες και περίμενε να αποφασίσω την συνέχεια. Δεν τον ήξερα, απλά ήξερα ότι δεν ήθελα να τον χάσω. Του χάιδεψα το πρόσωπο, ένιωθα τα συναισθήματα του να αλλάζουν σε κάθε άγγιγμά μου. Τα μάτια του κλειστά, λες και προσπαθούσε να σταματήσει την λογική να αντιμιλά στο συναίσθημα. Τον φίλησα στο λαιμό και τότε τα μάτια του, άνοιξαν και με έσφιξε στην αγκαλιά του, για να μην φύγω ποτέ. Καθίσαμε αγκαλιασμένοι στο μόλο, μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, άλλοτε μιλούσαμε και άλλοτε όχι, ότι και αν λέγαμε δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι στο καλό είχε γίνει και νιώθαμε, να καιγόμαστε σε κάθε άγγιγμα.
Δημοσίευση στο stixoi.info: 24-06-2008 | |