Η Κάλλιστη

Δημιουργός: Γιαννόπουλος Χρίστος, Γιαννόπουλος Χρίστος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Η Κάλλιστη η νύμφη των δασών
σ' ένα Τεχνίτη μίλησε μεγάλο

Του είπε « κοίτα μέσα στα μάτια μου
βούτα στο απύθμενο μου βάθος
ψάξε στα πιο κρυφά μου μονοπάτια
και φτιάξε μου ένα άγαλμα
την ομορφιά μου ο κόσμος να θυμάται»

Κι αυτός ρίχνει βουτιά και χάνεται
και κολυμπά παλεύοντας τα κύματα
πιάνεται από της Λευκοθέας το πανί
και βγαίνει στ' ακρογιάλι
γυμνός και τέλειος και μόνος

Εκεί του βασιλιά την κόρη αγνάντεψε
αυτή που έπλενε τα ρούχα στο ποτάμι

Τον είδε εκείνη
« Καλώς τονε τον ξένο
εδώ έχει ρούχα να ντυθείς
εκεί ποτάμι να ξεπλυθείς από τα κύματα
Το από που μας ήρθες δεν ρωτώ
και το που πας δεν θέλω να το ξέρω»

Κι έτσι τον πήρε με την άμαξα στην πόλη
σκορπώντας γύρω απορίες και θαυμασμό

Και στήσανε τραπέζι και χορό κι αγώνες
και φέρανε κι αυτόν που τραγουδά
κι άρχισε αυτός να ξεδιπλώνει στο τραγούδι
όσα ποτέ δεν έγιναν
όσα δεν έζησε κανείς για να τα πει

Και δάκρυσε ο ξένος
Και τη σιωπή του λύνοντας
τους είπε τον κυκλώνα
τους είπε το πηχτό βαθύ νερό της νοσταλγίας
τους είπε τον ατέλειωτο τον πόνο του χαμού
και το ταξίδι
ζήτησε ένα καθρέπτη
και στη ρυτίδες διάβασε
αυτούς που φύγαν ένας - ένας
και πως στάλα τη στάλα
όλα γινήκαν θάλασσα και κύμα
Θεός θεριό θυμό γεμάτος
που από τα βάθη φανερώνεται αφρίζοντας
χτυπώντας με την τρίαινα το κατάρτι
γεμίζοντας τη θάλασσα κουφάρια

Και ποιος δεν ένοιωσε λυγμό
ποιος δεν του φίλησε τα πόδια
και ποιος δεν μπήκε στο καράβι
να τον γυρίσει στο νησί του
Τον άφησαν στο ποθητό του το ακρογιάλι κοιμισμένο
κι όπως γυρίζαν να σου ο Θεός, να σου ο θυμός
κι η τρομερή στερνή της τρίαινας εικόνα
προτού πετρώσουν όλα

Κι η κόρη εκεί ακόμα τους προσμένει στο λιμάνι
ελπίζοντας κρυφά να μη γυρίσουν μόνοι
αλλά να τον ξανάφερναν μαζί τους.

Αυτά ο Τεχνίτης διάβασε στα βάθη της Καλλίστης
και πιάνοντας τα χεριά της
άφησε ένα σιωπηλό φιλί μες τις παλάμες της

Είδατε εκείνον τον τρελό
που χρόνια τριγυρνούσε και μουρμούριζε
θα 'φτιαχνε λέει ένα άγαλμα σπουδαίο
από φωτιά κι από νερό και από αέρα
την ομορφιά να παραστήσει που τον πλάνεψε
«Δεν φταίνε τα υλικά , δεν φταίνε τα υλικά»
μουρμούριζε
τα ανίκανα τα χέρια του κοιτούσε
κι όλο δάκρυζε

Κι η Κάλλιστη
απόμεινε να καρτερά το πετρωμένο το καράβι
και τον Τεχνίτη που της φίλησε τα χέρια
Κι έτσι όπως την λυπήθηκε η λύπη
την πέτρωσε για να θαυμάζουν οι αιώνες το άγαλμα της

Κι από τα πετρωμένα χείλη της
όσοι περνούνε λένε πως ακούνε το τραγούδι της

«Αγάπη μου θα καρτερώ»

Λένε ποτέ δεν επραγματώθηκε συνάντησις
Σμίξιμο δεν τελέστηκε
Κανείς δεν βρέθηκε ποτέ με κάποιον άλλο
Ετσι κι αλλιώς δεν έζησε κανείς να το πιστοποιήσει
Εκείνο το ακρογιάλι με τα αγάλματα παραίσθησις
Κι η ματαιότητα οδηγός για τα σκυφτά μας βήματα
Λένε και ξαναλένε λόγια, λόγια...
Λέξεις, προτάσεις, γράμματα
και κάτω απύθμενος γκρεμός

Δημοσίευση στο stixoi.info: 21-01-2005