Σεισάχθεια

Δημιουργός: Mastermind, Αλέξης

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

[align=center]
[font=tahoma]Κάθε μια μέρα σα ξυπνάς
δανείζεσαι το χρόνο
ειν' μετρημένο μερτικό
πάει σε βαρύ τεφτέρι
το 'χουνε απ' αδελφοποιτούς
άλλοι από τοκογλύφους
αλλούνοι για να βολευτούν μαθές
φτιάχνου πλαστές κλεψύδρες
μα όλη αυτή η συναλλαγή
γίνεται στο άψε σβήσε
απ' την επόμενη στιγμή
πως όλοι καταγίνονται
το χρέος να ξοφλήσουν
τα δανεικά να επιστραφούν
και τα βιβλία να κλείσουν


κι αν κάποιοι είμαστ’ αμέθοδοι
κι αν είναι καλοκαίρι
κι αν τρόπος είναι να βρεθεί
που λύση άλλη προσφέρει;


πετάω τα σκεπάσματα
λέω να κάνω υπομονή
πρι να σιωπάσει το αμόνι
πρι το ροδάμνι μαραθεί
είναι παντάνασσα η ελπίδα
μια λύση άλλη θα βρεθεί


ξεκίνησα τη μέρα μου
με ότι κρατάει σημασία
ψιμυθιώθηκε η ψυχή
μαζώθηκαν ένα σωρό
της ύπαρξης τσουμπλέκια
αλάφρυνε η μνήμη
απ' το έρμα του χτες
δυσάρεστη αυτεπιστασία
έχτισε πόρτα σε χαρές


καθώς εψήλωνε ο ήλιος
κι αυγάταινε του πρέπει ο τζίτζικας
πρόταξα στη λαίλαπα
αντεμπρησμούς του εγώ
στους αγρούς έπνιξα αστρίτες
κρησάρισα όλο το βυθό
αναγέλασα το αντίπερα
τσάγαλο έφαγα χλωρό
ξόπλισα αντάρτικες αισθήσεις
μ' άρματα
έριζαν πως θα συντριβούν
της σκέψης τ' άσπερμα συντάγματα


βρέθηκα τέλος στο ακρογιάλι
φανέρωσα μια ζωγραφιά
κραγιόνια που κρατάνε άλλοι
πίσω της μοναξιάς βουνά
ολούθε είναι η πορφύρα
και τα ωχρομέλανα νερά
πίνει το μάτι ομορφιά
ρουγκλάει δίχως κόρο
στέργει για ν' αποτραβηχτεί
μονάχα όταν σκοτίσει


παίρνω την πρώτη μου ανάσα
πλάτη με πλάτη στο βουνό
σταχώνω της ζωής τα λάθη
στις λαβωνιές τρίβω καπνό
ψάχνω τις τσέπες μου για χρόνο
μήπως μου είναι τυχερό
με άδεια χέρια τριγυρνώ
σε μονοπάτι σκοτεινό
αποφαίνομαι
εκεί που συλλογιέμαι
αν ήταν μόνος να περνώ
δε θα χα ούτε ίσκιο
μα είναι να αναρωτηθείς
άνθρωπος ποιος με θέλει
χωρίς προικιό
απρόνοα
χωρίς όμηρο χρόνο
τι να 'ναι αποδέλοιπο
το χρέος να μασουρίσει;


πηχτή η νύχτα στέριωσε
στις τέσσερεις γωνίες
κρηπίδωσε και φύτρωσε
η αντιλαμπηδόνα
βρήκα να συγχρωτίζομαι
λογιών λογιών τελώνια
συντρόφευσα δυο γίγαντες
σε τήξη αλκοόλης
μ’ αγγέλους εκπεσόντες
σχεδόν προώλης
μίλησα για ονοματοποέϊα


στο δρόμο πάλι
στο ίδιο αλμυρό δρομολόγιο
τα τελευταία λαμπιόνια του ουρανού
δειλιάζουν
στο άγναθο ακόμα λυκαυγές
τα τέσσερα βήματα μας
αραιώνουν τον χτύπο τους
ο χρόνος δίνει
μια τελευταία ευκαιρία
να τον αδράξεις απ' το σβέρκο
να τον παντελονιάσεις
και είναι γνωστό
πως σε λίγο ο κλητήρας του ύπνου
θα μας ζητήσει τα χρωστούμενα
μπροστά
πριν παραδώσει
το παραλυτικό του εμπόρευμα
μια μέρα όμως ολάκερη
ούτε λεπτό δε κράτησα
και πως να γίνει τώρα
στην τελευταία ώρα;


αποχαιρετιστήριο μοιάζει
στο βλέμμα του
το φιλί


η κούραση υπερνικά το φως
ο επιμελητής μου τραβάει το σεντόνι
ο τελώνης ύπνος
απ' άλλους παίρνει ψίχουλα σαν αδερφός
άλλοι γυρνάν τσουβάλια
κάποιοι ζητάνε πίστωση
μα ξέρουν πως δεν έχουν
λίγοι που τον εμπαίζουμε
του δίνουμε
ένα κουτάκι άδειο
και κείνος περισπούδαστα
βγάζει απο την τσάντα του
το μαύρο ανοίγει το τεφτέρι


οι πρώτοι οι σώφρονες πολλοί
δεύτεροι οι ζωντανοί νεκροί
που κάνουν ότι ζούνε
οι τρίτοι πάνε στο χαμό
δε μένει άλλο λάδι
οι τελευταίοι μέσα και γω
κρινόμαστε λογάδην


άλλη μια μέρα θε να δεις
άφρονα νέε θα ζήσεις
σεισάχθεια είναι το φιλί
σεισάχθεια το δείλι
χάρισμα απ' την ανατολή
και δώρο από τ' αστέρια
άχρονη είναι η μοναξιά
κι απέθαντη η αγάπη
αυτά που τόσο εκτιμάς
κι αυτά που λογαριάζεις
χρόνος δε φοβερίζει
του λόγου σας μπαγάσηδες
κανείς δε σας ορίζει[/font]
[/align]

Δημοσίευση στο stixoi.info: 24-07-2008