Σώπα Τα κλαριά πεθαίνουν σιωπηλά

Δημιουργός: Αστεροτρόπιο (Jeny)

Θέλει χίλια χρόνια να σιγοβράζει το ξόρκι του φλοιού.

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

Περπάτησα.
Άρχισα να ανεβαίνω στο λόφο.
Πλησίαζα όλο και πιο κοντά.
Δε θυμάμαι αν ήταν μέρα ή σούρουπο.
Πάντως δεν ήταν πρωί.
Το τοπίο θόλωσε στα μάτια μου
Μα την καινούρια λίμνη δεν τη γέμισαν τα δάκρυά μου
Ήρθα να βρω τα κλαδιά που σε πήραν.
Πλησίαζα.
Να η στροφή που κόντεψα να αναποδογυρίσω το μαζντάκι.
Να ήταν πριν ή μετά;
Τραγουδούσες κι έτρωγες μύγδαλα.
Από οδηγός συνοδηγός στο ταξίδι μου
Για να πηγαίνω όπως ήθελα εγώ, όχι εσύ.
Τα πόδια μου καρφωμένα στον αμπελώνα.
Οι εικόνες μου ήδη στα κλαριά.
Να ήταν εκείνο το δέντρο που σκαρφάλωσα για κόλλα;
Ώρες περίμενα να με κατεβάσεις.
Εύκολα ανεβαίνει κανείς μα η κατρακύλα ίλιγγος.
Να, εδώ μου είπες πάτα το.
Σταφίδα οι αναμνήσεις τρώγονται ξερές.
Να ήταν το άλλο δέντρο;
Εκείνο που καθίσαμε να φάμε αφού έσβησες
Τη φωτιά που βάλαμε;
Δεν μας φώναξες.
Βλέπω ακόμα τη λίμνη.
Ακίνητη σαν τ’ αδάκρυτα μάτια μου.
Τα εσωτερικά ρεύματα αέναα κινούνται.
Λίγο ακόμα. Μπορείς.
Κυκλωτικός ο πόνος σφίγγει τον κλοιό.
Για σένα πονάω ή για μένα;
Το μαθα τότε. Ο θάνατος είναι ένας νάρκισσος
παλιοεγωιστής.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα.
Γιατί εδώ.
Γιατί εδώ που μ’ έδενες με τη ζωή που ήθελες.
Σώπα Τα κλαριά πεθαίνουν σιωπηλά.
Κουνήσου! Μπορείς! Φοβάσαι;
Οι μυγδαλιές δεν είναι ανθισμένες.
Δεν ξεφλουδίζω τίποτα πια.
Ούτε καν αποξηραίνω το αντίο μου.
Ήθελα απλά να δω πώς ήταν ο ουρανός σου.
Θα μου κρατήσεις το χέρι;
Δε βλέπω τίποτα πια.
Σίγουρα, δεν ήταν πρωί.

Δημοσίευση στο stixoi.info: 29-07-2008