Της θύρας Δημιουργός: dimvel Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Μεγάλωσες σε γειτονιά
τσιμέντο και κλεισούρα
δεμένος λες με πετονιά
μα γύριζες σαν σβούρα
σχολείο δεν το χώνευες
σύννεφο η κοπάνα
αραιά δουλειά , τη βόλευες
ανησυχούσε η μάνα
τη μπάλα ερωτεύτηκες
-να στο ‘γραψε η μοίρα;-
γήπεδο το παντρεύτηκες
και σε κατάπιε η θύρα
όλο το χρώμα της ζωής
θολό σ’ εφημερίδες
τραγούδι ο ήχος της βοής
ξέσπασμα στις κερκίδες
τι κι αν μισθός δεν έφτανε
τ’ αφεντικό σου σκύλος
τη διαφορά την έκανε
ομάδα , θεός και φίλος
Της κάθε μέρας ο θυμός
βέλος μεσ’ τη φαρέτρα
της ήττας ο πικρός καημός
στο χέρι έγινε πέτρα
χτυπούσες τον αντίπαλο
κι έσπαγες στον καθρέφτη
ζωής σου τον αντίλαλο
ονείρων σου τον κλέφτη
κανόνισες συνάντηση
-δεν ήταν με γυναίκα-
παιχνίδι κι αν το νόμισες
γύρω σου λάμες δέκα
αργά τα μάτια έκλεισες
ασάλευτος στο αίμα
στη μοναξιά σου έσβησες
κάτω από μίσους βλέμμα
Σου στέλνω ένα μήνυμα
στης κόλασης τις θύρες
να φτιάξουμε το σύνθημα
μετά να πιούμε μπύρες
Έλα και πιάσε το κασκόλ
πάμε για εισιτήριο
φάσεις να δούμε και το γκολ
να γίνει διαβατήριο
μήπως παράδεισου διαβείς
σ’ άλλης ζωής τη θύρα
στη σέντρα να ‘σαι ακριβής
τσιγάρα εγώ σου πήρα…
Δημοσίευση στο stixoi.info: 02-08-2008 |