Οδύσσεια 14 (οδυσσέως προς Εύμαιον ομιλία) Δημιουργός: Μπάμπης Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Οδυσσέως προς Εύμαιον ομιλία.
Η Ιθάκη έμοιαζε κι αυτή σύγχρονο πια λιμάνι,
ο Οδυσσέας την έφτυνε να μην τηνε βασκάνει.
-φτου σου λεβεντομάνα μου, να μη σ'αναγνωρίσω,
το άγιο το χώμα σου θα σκύψω να φιλήσω.
Έσκυψε μα δε φίλησε χώμα, παρά τσιμέντο
και μάταια έψαξε να βρεί το αιωνόβιο το δέντρο
που 'χε χαράξει κάποτε πάνω του τ'αρχικά τους,
Όμικρον-Πι, μια καρδιά και δίπλα λαβ φορ έβερ.
Δραστήριος ο δήμαρχος τα'χε ασφαλτοστρώσει,
τα εοκικά προγράμματα δεν τα 'χε όλα τσεπώσει.
Πεζόδρομοι μινωικοί με γκόθικ φανοστάτες,
είχανε εξαφανιστεί οι αδέσποτες οι γάτες
και τα σκυλιά που γάβγιζαν το πλοίο οτι φτάνει,
γλίτωσαν απ' τον εκσυγχρονισμό μονάχα οι πελεκάνοι
που βρήκαν μέγα χορηγό και χόρτασαν ψωμάκι
κι έτσι με Deutsche Telecom γυρνάνε καπελάκι
και μάλιστα ένας απ'αυτούς σε σποτ λέει την ατάκα
αυτός με την ιδανική τη φάτσα του μαλάκα.
Κοίταζε γύρω γύρω του,όλα είχαν αλλάξει
αστοί και προλετάριοι ό λ ο ι είχαν αμάξι,
αταξική συνείδηση και ρούχα απ'του Ζara
και οι γυναίκες- ό λ ε ς τ ο υ ς -την τέλεια βυζάρα.
Ίσως να μην υπήρχαν πια ελεύθεροι και δούλοι,
πληβείοι και πατρίκιοι ,μάστορες και καλφάδες
κι ο Φρήντριχ Ένγκελς με τον Μάρξ να τον βάλαν σε μπελάδες
αφού ίσως καταργήθηκαν στο Θιάκι οι βασιλιάδες.
Δίπλα στα δεκαώροφα από γυαλί κι ατσάλι
είδε και έβγαλε φωνή, φωνή έβγαλε μεγάλη,
το καφενείο του λιμανιού με τους καταραμένους
τα πλοία ,στου κομπολογιού
τις χάντρες, να μετράνε...
Ίδιο όπως τότε ,ανέγγιχτο στο πέρασμα του χρόνου,
μέσα λογομαχούσανε για τη σκιά του όνου
-μάγκες ο Ιθακιακός δεν βλέπω ν'ανεβαίνει,
απλήρωτοι είναι φυσικό να σέρνονται οι ξένοι.
-τα πράγματα αλλάξανε και θα παραμιλάτε,
η κούπα είναι σίγουρη με Ζιλμπέρτο και Τεν Κάτε
-τέτοιοι προέδροι μας έφαγαν σαν τον Μαρφινογιάννη,
του Οδυσσέα το δεξί αρχίδι αυτός δεν φτάνει,
που ειν' εκείνες οι εποχές που κένταγε η ομάδα..
Άκουσε αυτός και χάρηκε ,κι ας ήταν όλοι λιάδα
-γειά σας ,τον Εύμαιο κανείς ξέρει που'χει τα γρούνια?
-είναι ένας χοντρέμπορας στα πέρα τα καντούνια
μα αν τον θες για δάνειο ,φυλάξου ,θα σε σκίσει
δεν κάθεσαι καλύτερα να πιείς λίγο κρασίσι?
Αρνήθηκε ευγενικά το ντόπιο κεχριμπάρι,
δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, να'το το cash and carry
που ο ξύπνιος ο χοιροβοσκός εμπορευόταν είδη
από φακές μέχρι ipod και τεχνητό γρασίδι.
Εκεί ψιλοησύχασε ,σοσιαλισμό δεν είχαν,
ίσως να προσπαθήσανε και σκούρα να τα βρήκαν
μείναν τ' αμάξια απούλητα κι έτσι τα μοιραστήκαν.
Αν και ήταν βράδυ Κυριακής, κόσμος γυρνούσε μέσα,
οι υπάλληλοι -παρτ τάιμηδες-βλαστήμαγαν την πρέσα
που πήγαν και χωθήκανε μήπως και ψωμοζήσουν
-ο καινούργιος είσαι? άργησες! Κακή αρχή μεγάλε,
η βάρδια έχει που άλλαξε δεκάλεπτο και βάλε.
-όχι παιδιά ,το αφεντικό θέλω για υπόθεσή μου,
δεν προλαβαίνω και δουλειά να πιάσω στο νησί μου,
εγώ μεγάλα πράγματα ήρθα εδώ να κάνω...
Δαγκώθηκε.Το στόμα του δεν έπρεπε ν'ανοίξει παραπάνω.
Με τα πολλά, τον έστειλαν κάτω στην αποθήκη,
ο Εύμαιος ξεντάνιαζε τσουβάλια με φυστίκι.
Παράξενο του φάνηκε που τον είδε να δουλεύει,
ευθύς πολύ μαγκιόρικα του υπέβαλε τα σέβη
-γεια χαρα νταν ,πως είσαστε,είναι βαριά τα πίνατς?
κοτζάμου προιστάμενος στα όρια της πείνας
θα πρέπει να έχει βρεθεί για να κάνει το χαμάλη
-μάγκα είσαι πιο εύστοχος κι από το Νίκο Γκάλη,
δουλεύουμε ολημερίς να τρώνε οι μνηστήρες
αφού τον άντρα το σωστό τον φάγαν οι αρμύρες.
Του Οδυσσέα είναι το βιός που με νύχια και με δόντια
εγώ ο καλός του μπιστικός παλεύω ν'αβγατίσω
και τοκογλύφος έγινα, όλα τους τ'ακουμπάω,
κάτι ψιλούρες μοναχά για την πάρτη μου κρατάω.
Μα εσύ πως βρέθηκες εδώ ? ντόπιος δε μοιάζεις πάντως
-νέα σου φέρνω από μακριά για τον χαμένο κύρη
που όπου να΄ναι θα φανεί μήπως δείτε χαίρι
-όχι ρε συ ,ευχαριστώ, αλλού το παραμύθι,
έχουν περάσει εκατό και λένε τα συνήθη
μήπως και πάρουνε κι αυτοί κανα καλό μπαξίσι
την Πηνελόπη την άπαρτη την έχουνε ξεσκίσει.
Τι καφετζούδες,μάντισες,αστρολόγες καριολίες
ελπίδες τη γεμίσανε που ήτανε γελοίες,
τσίμπαγε η Χάιδω κι έσταζε κατοσταριές χιλιάδες,
μέχρι στου Αρναούτογλου πόνταρε τις γελάδες
μήπως και δει τον οιωνό που τόσο εποθούσε,
ένα διαμάντι στα σκατά που τηνε έχουν πνίξει
και μια φορά από χαρά τα κλάματα να μπήξει.
-απελπισμένος φαίνεσαι
-κι εσύ ,πως απ΄τα μέρη?
Αυτός,για άλλη μια φορά,είχε ένα στόρι έτοιμο,
ν'αποκαλυφθεί ήταν πρόωρο και το έδαφος ανέτοιμο
-εγώ, ιστορία αμαρτωλή ,που να στα διηγούμαι,
στην Κρήτη θα ήμουν βασιλιάς ,αυτοκράτορας να πούμε.
Ξεκίνησα από χαμηλά ,νταβατζηλίκια κι έτσι,
προστασίες,εκφοβισμοί,τα έκλαναν οι Γκλέτσοι
που ξέραν και πουλούσανε στα κοριτσάκια μούρη
όταν το ένα πόδι τους ένιωθαν στο κιβούρι.
Ήμουνα έτσι σεβαστός αν και μικρός στην πιάτσα,
λέγαν πως θα γινόμουνα πολύ μεγάλη φάτσα.
Μια μέρα μπάτσοι έκρουσαν πρωί πρωί τη θύρα,
σκέφτηκα θα μας κάρφωσε καμμιά καινούρια σπείρα.
-ντύσου ,επιστράτευση,για τις ακτές του Ιλίου
-αναβολή έχω απ'τη σχολή την του πεζοδρομίου
-άστα αυτά , τελείωνε, το Έθνος κινδυνεύει,
την Ελληνική την ομορφιά ξένος τηνε βολεύει,
η Ελένη υπό τον βάρβαρο λυσομανάει και σκούζει.
Φίλησα τα εικονίσματα ,ευλόγησα το ούζι,
κι αφού την αντρειοσύνη μου χρειάζονταν η Ελλάς,
σαλπάρισα των Τρωαδιτών να πάω να kick τον ass.
Δίπλα πολέμησα σ'αυτούς που είχαν τα πρωτεία,
ούτε κολυμπηθρόξυλο δεν έμεινε στην Τροία
σαν ο Δυσσέας μας έμπασε με δόλο μες στα τείχη
όπου κατά τη σύγκρουση λαβώθηκα στο νύχι.
Με παρασημοφόρησαν μα δεν είχα χορτάσει,
η μάχη ήταν βάλσαμο κι ο πόλεμος γιορτάσι
-Μ'όλο το σέβας αρχηγοί καλά ήταν μέχρι τώρα
πάμε κατά Ιράν-Ιράκ με τα αεροπλανοφόρα?
-Μπάστα,θα πάμε σπίτια μας,εκεί θα πάει ο Τζόνι
ο επονομαζόμενος "το γρήγορο μπιτόνι"
να ρίξει στους Μπινλάντηδες τα έξυπνα πυρά
που ένας βρωμιάρης απ'αυτούς του'κλεψε την κυρά
όταν με αέρια χημικά επρόσφερέ της άνθη
κι έτσι με τρόπο δόλιο την έκανε κι υγράνθη.
Έκανα πως συμφώνησα,μα έβραζα από μέσα,
κι έφτασα ως την Αραπιά να κάνω νιτερέσα
λιγάκι δουλεμπόριο,λίγο σπάσιμο του εμπάργκο
καλές δουλίτσες παστρικές να βγάλω κανα φράγκο
Σ'ένα ταξίδι μ'έπιασαν στων Θεσπρωτών τη χώρα
κι εκεί άκουσα του αφέντη σου τα νέα απ'την Καμόρα
έρχεται ,σου λέω,έρχεται,όπου να'ναι φτάνει
σ'όλους που τον εχθρεύονται να δώσει ένα ντουμάνι
-Δεν σε πιστεύω,ξέρε το,μα σ'έχω συμπαθήσει,
φαίνεσαι καλό παιδί, η ζωή σε έχει βασανίσει
είπε,και του πέταξε ψωμί κι ένα ζαμπόνι
και ένα δικό του σλίπινγκ μπαγκ που είχε να ξαπλώνει
μα ο ύπνος δε στεκότανε στα βλέφαρά του απάνω.
τέλος ξ΄ ραψωδίας
Δημοσίευση στο stixoi.info: 16-08-2008 | |