Τη νύχτα έρχεσαι

Δημιουργός: χρήστος

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info

όταν καταποντίζονταν στη λήθη η Ατλαντίδα
Ήμουν εκεί , σ' ανέσυρα απ' το νερό γυμνή
Και στην πολύχρυση αυλή του αλαζόνα Μίδα
σ' έφερα και σε πότισα το πιο άκρατο κρασί.

από μακριά με θόρυβο να εκρήγνυται του Ηφαίστου
το όρος είδα, και στα δυο να ανοίγει η νήσος Θήρα
κι όπως λάβα πετάγονταν καυτή απ' τις κορφές του
για να σε σώσω αγάπη μου στην αγκαλιά σε πήρα

πόσες μέσα στον ύπνο μου φορές σ' έχω γλιτώσει
και το πρωί το σώμα σου να μην μπορώ να αγγίξω
η λαχτάρα μου κι η πεθυμιά για το κορμί σου τόση
που θα θελα σαν κοιμηθώ να μην ξαναξυπνήσω.

Παροπλισμένο όμως, παλιό , πλοίο είμαι σε λιμάνι
που μου αρκεί μες τ' όνειρο να βρέχει η αρμύρα
του σώματός σου, το βαρύ που σήπεται κουφάρι,
Τη νύχτα όταν έρχεσαι με χείλη όλο πορφύρα…

Δημοσίευση στο stixoi.info: 26-01-2005