Σιντάρτα Νταουχάμα-ε- Δημιουργός: marakos1948, Μάριος Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info
Μια φορά κι ένα καιρό,κάπου κεί στη μακρινή Ανατολή,δηλαδής κατά Νεπάλ μεριά να πούμε,γεννήθηκε ένα καλόμοιρο πριγκηπόπουλο.
Μεγάλωνε μέρα με την μέρα με νταντάδες,δούλους,δούλες και ένα μάτσο δάσκαλους και μοναχούς,που ήτανε δασκαλεμένοι επαρκώς απ τον μπαμπά του τον Μαχαραγιά να του λένε ψέμματα και φανταστικές ιστορίες.
Ετσι και μέχρι τα εικοσιενιά του απολάμβανε νωχελικά ,όσα οι έρμοι Νεπαλέζοι υπήκοοι του ούτε κάν μπορούσανε να φαντασθούνε.
Γυναίκες,ξενύχτια,χαρτιά,μπεκρούλιάσματα και όλα αυτά τα όμορφα σε τούτη την πεζή ζωή τα είχε ο λεγάμενος και μάλιστα σε πρώτη ζήτηση.
Τον λέγανε Σιντάρτα Νταουχάμα,κομματάκι δύσκολο σαν όνομα,αλλά θα δούμε πως στην συνέχεια το άλλαξε.
Μια μέρα λοιπόν εκεί που καθότανε και μετρούσε τα δάχτυλα των ποδιών του,όπως το συνήθιζε κάθε σούρουπο,νάσου και παρουσιάζεται μπροστά του ένας..αλίμονος.
Υπήρχανε και τότε αλίμονοι,που τρώγανε απ τα σκουπίδια όπως και σήμερις και μάλιστα χωρίς να περιμένουν να τα πετάξουν απ τους πάγκους τους οι λαικατζήδες.
΄΄ ποιός είναι τούτος δά ρε σύμβουλα?¨¨ρώτησε έκπληκτος τον υπηρέτη του καθώς είδε τον ξεπετσιασμένο επισκέπτη να τον προσκυνά και ν αρχίζει να μασουλάει τις παντόφλες του.
¨¨να πρίγκιπα μου,έχουμε κομματάκι και απο τέτοιους εκεί έξω ,αλλά σας τους κρύβουμε για να μη σας χαλάνε την όρεξη μετα συγχωρήσεως.
¨¨δηλαδής ,δεν την βγάζουνε όλοι ραχάτικα όπως εγώ να πούμε και κυκλοφορούνε με ρούχα ντε μοντέ?¨
Τότε ψελλίζοντας ο αλίμονος του έδωσε με λίγα λόγια να καταλάβει πως ολάκερος ο ντουνιάς έξω απ τα τείχη του παλατιού ήτανε φούλ γιομάτος από αλίμονους ,αλίμονες και αλιμονάκια.
ο Σιντάρτα Νταουχάμα λές και τον τσίμπησε αλογόμυγα πετάχθηκε απ τα μαξιλάρια του και ζήτησε απ τον αλίμονο να τον βολτάρει προς τα έξω,γιατί δεν πίστευε στ αυτιά του.
¨΄για πάμε λοιπόν να δούμε μαζί όλα αυτά τα παραμύθια που μου τσαμπουνάς¨¨είπε και τον ακολούθησε έξω απ το παλάτι.
Το τι είδανε τα μάτια του στη μικρή αυτή βόλτα δεν περιγράφεται.Ενα ολάκερο ντουνιά στη φτώχια και στην κακομοιριά,τύφλα ναχουν οι συνταξιούχοι του ΟΓΑ.
Παιδιά ταλαιπωρημένα να πίνουνε βρωμικο νερό, κατρουλιά στους δρόμους,σκυλιά να τραβολογάνε απομεινάρια από πτώματα που δεν καλοκάηκαν και μπόχα τόση που δεν μπορούσε να κρατήσει τη μύτη του.
Γύρισε γεμάτος τσαντίλα στο παλάτι και πήγε ντουγρού στον πατέρα του για να διαμαρτυρηθεί.
΄΄ντάντυ,τέρμα οι γυναίκες τα ποτά και τα ξενύχτια,εκεί έξω γίνεται το έλα να δείς¨¨
Ο Μαχαραγιάς μπαμπάς του,δεν πολυκατάλαβε στην αρχή τα λόγια του γιού του και δεν πολυέδωσε σημασία,αλλά ο νεαρούλης δεν φαινότανε να ταχει χαμένα και συνέχισε
-¨¨σα δεν ντρέπεσαι γεροκαπιτάλα,εκεί έξω δεν είναι σαν εδώ μέσα,ο κόσμος είναι γιομάτος αλίμονους,ο κόσμος πεινάει μωρέ¨¨
-Τότε ο Μαχαραγιάς χτυπώντας τα χέρια του κάλεσε κοντά του μια πανέμορφη παλλακίδα που μόλις είχε αγοράσει απ το σκλαβοπάζαρο για να την χαρίσει στον κανακάρη του προκειμένου να ξεχαρμανιάσει με κάτι το καινουργές και παρθένο
-¨¨κοίταξε τι σούχω για σήμερα νεαρέ μου¨είπε ξεγυμνώνοντας στα μάτια του την ζουμερή κοπέλᨨπαρθένο μαλλί ΑΑ !¨¨
Σε άλλη περίπτωση ο Σιντάρμα Νταουχάμα θα έκανε κατ ευθείαν μπλονζόν στο μανουλομάνουλο,αλλά εκείνες τις στιγμές ένοιωσε τελείως διαφορετικά,λές και κάτι μέσα του βολόδερνε με τέτοια ένταση που δεν τον άφηνε να σκεφθεί κάν το σέξ.Ενας πόλεμος που τον ταλάνιζε πιά και που νικητής ή νικημένος πλέον θα ήτανε ο ίδιος.
-κράτα το κρεατικό τούτο για πάρτυ σου ραμολί¨¨είπε πετώντας από πάνω του τα μαργαριτάρια που κρέμονταν απ τον λαιμό του και κλείνοντας με πάταγο την πόρτα ξοπίσω του
Από τότε δεν τον ξανάδε κανείς στο παλάτι,αλλά και πουθενά εκει γύρω,λές και είχε ανοίξει η γή και τον κατάπιε.εδώ Σιντάρτα,εκεί ο Σιντάρτα,..πουθενά ο Σιντάρτα
Όμως ο νεαρός βρίσκοντας ένα καινούργιο δρόμο ζωής αλλά και ένα σημαντικό προορισμό,είχε χαράξει την δική του πορεία αλλά και το δικό του στίγμα για το μέλλον εκατομμυρίων ανθρώπων .
Εφτά ολάκερα χρόνια γύριζε από χωρίου σε χωρίον,στους απανταχού αλίμονους ,διδάσκοντας ένα νέο τρόπο ζωής μέσα από ένα χαρμάνι Φιλοσοφίας και Θρησκείας.
Σιγά σιγά μάζεψε γύρω του πολλούς καταφρονεμένους,επι το πλείστον παρίες αλλά και άλλους σε ψηλότερες κάστες που τον ονομάτισαν ¨¨Βουδᨨ,που δεν ήτανε όνομα αλλά τίτλος ύψιστου σεβασμού και σήμαινε ¨¨φωτισμένος¨¨¨
Κάτω από μια μεγάλη συκιά λοιπόν και έχοντας για σκιά του μια τεράστια κόμπρα ,μίλησε για ΑΓΑΠΗ προς όλα τα πλάσματα χωρίς διαχωρισμούς και κάστες.
Πενήντα χρόνια δίδαξε αλλάζοντας ένα μεγάλο κομμάτι του τότε κόσμου και πέθανε ,φτωχικά και χωρίς παράτες,λιλιά και νταβαντούρια
Όπως οι περισσότεροι αγωνιστές,ξεκίνησε μέσα από τον πλούτο για να τον μοιράσει και στους άλλους εξ ίσου.Ενα πλούτο όμως που δεν στοιβάζεται σε αδαμαντοστόλιστα σεντούκια αλλά στ αμπάρια της ψυχής
marakos
Δημοσίευση στο stixoi.info: 27-08-2008 | |