Θυμάμαι ακόμα εκείνο το Σεπτέμβρη Δημιουργός: AGGE, Άγγελος Στους ερωτευμένους! Καληνύχτα... Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info Νομίζω ακόμα πως είσαι εδώ.
Ποτέ δεν σε ξέχασα!
Μπορώ, όμως δεν θέλω.
Ξέρεις, μ’ αρέσει να έχω αναμνήσεις.
Έχω πολλές από αυτές.
Άλλες είναι καλές,
άλλες γεμάτες πόνο, ντροπή και θλίψη.
Μα πιο πολύ θυμάμαι εσένα.
Θυμάμαι ακόμα εκείνο το Σεπτέμβρη.
Ο ουρανός είχε γεμίσει σύννεφα.
«Θα βρέξει» μου είπες και μ’ αγκάλιασες σφιχτά σαν να φοβόσουν.
Καθόμασταν πάλι στο δάσος εκείνο.
Σ’ αυτό που τα δέντρα του μας έκαναν σκιά το καλοκαίρι.
Καθόμασταν πάντα στο ίδιο δέντρο.
Αριστερά εγώ, δεξιά εσύ,
έχοντας πάντα την ίδια στάση στο σώμα μας.
Το ένα πόδι εδώ, το άλλο εκεί∙
Με το αριστερό μου χέρι κρατούσα το τσιγάρο
και με το άλλο εσένα για να μη μου φύγεις.
Περνούσαν οι ώρες,
δεν καταλαβαίναμε πως,
και εμείς ακόμα εκεί,
κάτω από το ίδιο δέντρο,
έχοντας την ίδια στάση στο σώμα μας∙
το ένα πόδι εδώ, το άλλο εκεί…
Με το αριστερό μου χέρι κρατούσα το τσιγάρο,
κάνοντας κάθε λίγο την ίδια κίνηση∙
μετέφερα το τσιγάρο από το χέρι στα χείλια και αντίστροφα.
Κι εσύ δίπλα μου,
να μην μ’ αφήνεις το χέρι,
μα ούτε κι εγώ το δικό σου,
να μου το κρατάς σφιχτά,
πολύ σφιχτά,
για να μην φύγω από δίπλα σου.
Θυμάμαι ακόμα εκείνο το Σεπτέμβρη.
Εκείνη τη μέρα ο ουρανός είχε γεμίσει σύννεφα,
μαύρα σαν πίσσα.
«Θα βρέξει» μου είπες και μ’ αγκάλιασες σφιχτά σα να φοβόσουν.
Αν άρχιζε να βρέχει,
θα γινόσουν μούσκεμα και θα αρρώσταινες.
Σου πρότεινα να φύγουμε,
μα εσύ ήθελες να κάτσουμε κάτω από το δέντρο,
να περιμένουμε να βρέξει∙
να δούμε τη βροχή να κυλάει στο σώμα μας,
τους κεραυνούς να φωτίζουνε τη πόλη.
Τη μισοσκόταδη εκείνη πόλη, γεμάτη σπίτια και οικοδομές.
Καθώς περιμέναμε,
παρατηρούσαμε και τους ανθρώπους να φεύγουν,
να μας προσπερνούν,
να κάνουν τζόκιν,
να μας κοιτάνε περίεργα…
Μα δεν μας ένοιαζε!
Είχαμε πάντα ο ένας τον άλλον.
Θυμάμαι ακόμα εκείνο το Σεπτέμβρη.
Ο ουρανός είχε γεμίσει σύννεφα.
Καθίσαμε πάλι στο ίδιο δέντρο,
αριστερά εγώ, δεξιά εσύ,
έχοντας την ίδια στάση στο σώμα μας.
Το ένα πόδι εδώ, το άλλο εκεί.
Με το αριστερό μου χέρι κρατούσα το τσιγάρο,
και με το άλλο εσένα για να μη μου φύγεις.
Άρχισε να βρέχει, το θυμάμαι.
Γίναμε μούσκεμα και οι δυο.
Όμως ακόμα καθόμασταν εκεί,
δεν φεύγαμε.
Το βλέμμα μας δεν άλλαξε καθόλου.
Δύο υγρά ερωτευμένα βλέμματα,
κοιτούσαν τότε τους κεραυνούς και τη βροχή να πέφτουν,
να βρέχουν και να φωτίζουν τη μισοσκόταδη πόλη ταυτόχρονα.
Εκείνη την ώρα,
σε κοίταξα,
με κοίταξες,
και καταλάβαμε και οι δυο.
Σε πλησίασα περισσότερο,
έγειρα το σώμα μου,
πέταξα το τσιγάρο,
και σε φίλησα.
Θυμάμαι ακόμα εκείνη την εποχή.
Να σε φιλάω γλυκά,
να σ’ έχω αγκαλιά,
μεσ’ τη βροχή του Σεπτέμβρη.
Θυμάμαι ακόμα εκείνο το Σεπτέμβρη.
Θυμάμαι τα σύννεφα,
το δάσος,
το δέντρο, το δικό μας δέντρο,
τη βροχή.
Πηγαίνω ακόμα εκεί όταν θέλω να σ’ έχω δίπλα μου.
Κάθομαι μόνος,
έχοντας την ίδια στάση στο σώμα μου όπως τότε∙
Το ένα πόδι εδώ, το άλλο εκεί.
Με το αριστερό μου χέρι κρατάω το τσιγάρο.
Και με το άλλο…
το χώμα που καθόσουνα εσύ.
Δεν είσαι πλέον δίπλα μου,
όμως θα είμαστε για πάντα μαζί.
Είναι βράδυ τώρα που γράφω,
να μη σε κουράσω και πολύ με τις αναμνήσεις μου,
τις τόσο γλυκές και ωραίες,
γεμάτες έρωτα, αλλά και πόνο.
Λέω να σ’ αφήσω λοιπόν,
να μη σε κουράσω άλλο,
να κοιμηθείς τώρα ήσυχα.
Καληνύχτα. Δημοσίευση στο stixoi.info: 30-08-2008 | |